Από τον καθηγητή κ. Σπύρο Παυλίδη*
Οι παλιότεροι θυμούνται, αν και οι μνήμες ξεθωριάζουν, οι νεότεροι μαθαίνουν και δυστυχώς η ξεχασμένη ανθρώπινη μνήμη αναπηδά μόνο μέσα από παλιά βιβλία, λίγες αναμνήσεις αλλά και τις διαρκείς επιστημονικές εργασίες. Η επιστημονική έρευνα συνεχίζει να διερευνά το φαινόμενο και να προσκομίζει νέα συμπεράσματα για την κατανόησή του.
Ήταν μεγάλο το μέγεθος του σεισμού, 7,5 βαθμών, που τον καθιστούν τον ισχυρότερο της Ευρω-Μεσογείου στον 20ο αιώνα, με επίκεντρο στη θαλάσσια τάφρο της Αμοργού. Πενήντα τρεις νεκροί, πολλοί τραυματίες, καταρρεύσεις, ζημίες, ερείπια, Οία, Φηρά, Ημεροβίγλι, Έξω Γωνιά, Ποταμός Αμοργού και αλλού, με εντάσεις μεταξύ 8 και 9+ της 12βάθμιας κλίμακας Μερκάλλι. Ακολουθήθηκε από επίσης ισχυρό μετασεισμό, 12 λεπτά αργότερα, της τάξης μεγέθους 7, ο οποίος είχε επίκεντρο πολύ πιο κοντά στις ανατολικές ακτές της Σαντορίνης.
Ο μετασεισμός αυτός δεν ήταν ένας συνηθισμένος επιφανειακός τεκτονικός σεισμός. Προβλημάτισε πολύ την επιστημονική κοινότητα. Μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι ήταν ένας άλλος ισχυρός σεισμός βάθους, με διαφορετικό μηχανισμό γένεσης, που διεγέρθηκε από τον πρώτο.
Ο κύριος σεισμός συνοδεύτηκε από τσουνάμι, επίσης το ισχυρότερο θαλάσσιο σεισμικό κύμα των τελευταίων χρόνων, που ξεκίνησε από τα βάθη των 700 μέτρων της τάφρου της Αμοργού και διαδόθηκε προς κάθε κατεύθυνση στα περισσότερα νησιά του Νοτίου Αιγαίου με κατευθυντικότητα προς τα βορειοανατολικά, αφού έφτασε σε λίγα λεπτά στην Ανάφη, σε 40 λεπτά στην Πάτμο και σε 50 στις ακτές της Μικρασίας. Το ύψος του κύματος στις προσομοιώσεις είναι της τάξης μερικών μέτρων, αν και οι παρατηρήσεις αναφέρουν ότι ξεπέρασε τα 20 μέτρα, όταν με δύναμη εκτινάχτηκε στις απότομες ορθοπλαγιές των νησιών.
Συνδέεται με μια ομάδα υποθαλάσσιων ρηγμάτων, από τις μεγαλύτερες σεισμικές ζώνες του Αιγαίου. Τα ρήγματα αυτά έγιναν το αντικείμενο μελέτης όλων των γεω-ερευνητικών ινστιτούτων και πανεπιστημίων της χώρας και πολλών διεθνών ερευνητικών αποστολών, ώστε να τα γνωρίζουμε αρκετά καλά σήμερα. Είναι υποθαλάσσια στη γραμμή Αμοργού, Ανύδρου, Κουλούμπου, ενώ τα ίχνη τους είναι διακριτά επιφανειακά στη Σαντορίνη στο βόρειο στενότερο τμήμα (“λαιμός”) του νησιού και στο ίχνος του ρήγματος των Φηρών.
Είναι τεκτονικοί σεισμοί των διεργασιών του ανώτερου γήινου φλοιού και δεν συνδέονται άμεσα με την ηφαιστειακή δραστηριότητα. Ας σημειωθεί ότι οι δίδυμοι αυτοί ισχυρότατοι σεισμοί, αν και έχουν περίοδο επανάληψης μερικών εκατοντάδων χρόνων, συνέβησαν καλοκαίρι σε μια εποχή χωρίς τουρισμό και χωρίς παράκτιες υποδομές.
* Σπύρος Παυλίδης, Ομότιμος καθηγητής Νεοτεκτονικής και Παλαιοσεισμολογίας του τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ – Πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου Αριστοτελείου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Θεσσαλονίκης (ΑΜΦΙΘ) – Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Ινστιτούτου Μελέτης & Παρακολούθησης Ηφαιστείου Σαντορίνης (ΙΜΠΗΣ)