Πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014, στο αμφιθέατρο του ΕΒΕΑ, στην Αθήνα, η προγραμματισμένη εκδήλωση για την παρουσίαση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό.
Στην εισαγωγική του ομιλία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στα βασικά σημεία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό. Στη συνέχεια ο βουλευτής και υπεύθυνος της Επιτροπής Ελέγχου Κοινοβουλευτικού Έργου του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Μιχάλη Κριτσωτάκης παρουσίασε στο σύνολό της, την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον Τουρισμό.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Κριτσωτάκη έχει ως εξής:
“ΜΕΡΟΣ Ι: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την παρουσία σας στη σημερινή μας εκδήλωση.
Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που μπορούμε και έχουμε εδώ σήμερα όλο τον κόσμο του τουρισμού.
Είμαστε διπλά χαρούμενοι διότι πριν δυόμιση περίπου χρόνια που ξεκινήσαμε την προσπάθεια να «γνωριστούμε» ξανά από την αρχή με τον κόσμο του τουρισμού, θελήσαμε να ανοίξουμε έναν γόνιμο διάλογο με όλους τους κοινωνικούς φορείς.
Έναν διάλογο χωρίς προαπαιτούμενα, από την αρχή.
Έναν διάλογο που δε θα σταματήσουμε να επιδιώκουμε –ελπίζουμε με τη θέληση του ελληνικού λαού – σύντομα από κυβερνητική θέση.
Νομίζω λοιπόν πως, όχι μόνο η σημερινή εκδήλωση, αλλά και οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό αναδεικνύουν ακριβώς τα παραπάνω: μια προσπάθεια δημιουργίας ενός πολιτικού προγραμματικού πλαισίου, ανοιχτού και δυναμικού, το οποίο θα αλλάξει τους όρους που σήμερα μιλάμε για τον τουρισμό.
Το 2012 η προσπάθεια μας ξεκίνησε αμέσως μετά το δεύτερο Μνημόνιο, μέσα σε μια ζοφερή συγκυρία για την Ελλάδα, αλλά και για τον ελληνικό τουρισμό. Ο τουρισμός βίωνε μια παρατεταμένη περίοδο κάμψης, δείχνοντας ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο είχε εκμετρήσει το χρόνο του και κατέληγε να δρα αρνητικά πλέον για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο που περιήλθε ο ελληνικός τουρισμός, η μνημονιακή δικομματική κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ (αρχικά τρικομματική) επέλεξε μια συγκεκριμένη συνταγή για να απαντήσει. Μόνο που αυτή η νεοφιλελεύθερη συνταγή, όχι μόνο έρχεται στον αντίποδα της προστασίας της εργασίας ή του περιβάλλοντος, αλλά δεν απαντά και στα πραγματικά αναπτυξιακά ζητήματα που καλείται να επιλύσει ο τουρισμός, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα και ερωτηματικά.
Και όταν λέω πραγματικά αναπτυξιακά ζητήματα δεν αναφέρομαι στο περίφημο σχήμα «αφίξεις – έσοδα», βάσει του οποίου πράγματι – και το λέω δημόσια – καταγράφονται αυξήσεις και σημαντικά δεδομένα.
Δεν είναι όμως τα μόνα που πρέπει να λάβουμε υπόψη, ούτε καν τα πρωτεύοντα.
Για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, σημασία έχει
– η πραγματική εργασία
– η ανακατανομή του εισοδήματος
– η αναδιανομή του πλούτου
– η στήριξη των μικρομεσαίων
– ο σεβασμός στο περιβάλλον
– ο κοινωνικός χαρακτήρας του κράτους
– η έξοδος από το Μνημόνιο και από την κρίση.
Όλα αυτά στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό, τα ονομάσαμε εν συντομία «τουρισμό με κοινωνική ανταποδοτικότητα». Δηλαδή επιδιώκουμε τη μεγιστοποίηση της συμβολής του τουρισμού στην κοινωνία και στην οικονομία και δεν ικανοποιούμαστε με τη συγκομιδή τουριστικών εισπράξεων και την αύξηση του αριθμού των τουριστών.
Αυτόν τον τουρισμό οραματιζόμαστε και αυτόν θέλουμε να οικοδομήσουμε με τις δυνάμεις της κοινωνίας.
ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
Σύμφωνα με τα ως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, το 2014 αναμένεται να αποτελέσει χρονιά – ρεκόρ για την Ελλάδα από άποψη αφίξεων. Ωστόσο, βλέπουμε μια μεγάλη αντίφαση, αφού η εμπορική κίνηση στους μεγαλύτερους τουριστικούς προορισμούς, παρά την αύξηση των αφίξεων είναι είτε στάσιμη είτε πεσμένη.
Ο πρώτος και κύριος λόγος λοιπόν για τον οποίον, κατά την άποψη μας, «οι αριθμοί δε φέρνουν την ευτυχία», είναι ότι αυτή τη στιγμή έχουμε μια τουριστική ανάπτυξη που δεν αποτελεί μέρος της συνολικής ανάπτυξης της οικονομίας και είναι σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένη με τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.
Με λίγα λόγια: το ελληνικό τουριστικό προϊόν κατασκευάζεται αλλού (αφού τα συστατικά στοιχεία της τουριστικής κατανάλωσης είναι εισαγόμενα), καταναλώνεται στην Ελλάδα και αποφέρει πολύ λιγότερα στις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες από το αναμενόμενο. Παράλληλα, ο τοπικός περιβαλλοντικός, παραγωγικός, κοινωνικός και πολιτισμικός ιστός αλλοιώνεται, ενισχύοντας το φαινόμενο της «τουριστικής μονοκαλλιέργειας» και των «τουριστικών χωριών» που αποκόπτονται από τον τοπικό πληθυσμό.
Για εμάς, δεν πρέπει η οικονομία και η παραγωγή να «τουριστικοποιηθεί», η Ελλάδα να γίνει «τουριστική αποικία» και ο τουρισμός να θεωρείτε άλλοτε «μονόδρομος» διεξόδου από την κρίση και άλλοτε «βαριά βιομηχανία» – η εμμονή των κυβερνητικών εκπροσώπων στον όρο «βαριά βιομηχανία» κρύβει είτε επιπολαιότητα είτε ύστερες σκέψεις.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό εντάσσεται αυστηρά στα πλαίσια της πρότασης για την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την κατάρτιση ενός μακροπρόθεσμου Εθνικού Σχεδίου Τουριστικής Ανάπτυξης από το υπουργείο Τουρισμού ενταγμένο στα πλαίσια του εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου και το οποίο θα εξειδικεύεται σε επιμέρους Περιφερειακά Σχέδια Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης.
Στην εκπόνηση αυτού του σχεδίου κρίσιμος θα είναι ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των συλλογικών φορέων, των συνεργειών ανάμεσα στα υπουργεία και της διαβούλευσης με την κοινωνία.
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΩΝ
Ο αποσπασματικός και ελλειμματικός χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός δεκαετιών (ενδεικτικό το μοντέλο «Ειδικό Χωροταξικό για τον Τουρισμό») οδήγησε σε αυθαιρεσίες, καταπατήσεις και στην περιβαλλοντική υποβάθμιση των τουριστικών προορισμών.
Είναι η ίδια λογική που οδήγησε πολλούς τουριστικούς προορισμούς στον κορεσμό, υπονομεύοντας εν τέλει κάθε προοπτική βιωσιμότητας τους.
Είναι η ίδια λογική που διέτρεξε δύο νόμους του υπουργείου Τουρισμού τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια και η οποία εκδηλώθηκε ακόμα πιο έντονα με τις νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης για τα δάση και τους αιγιαλούς πριν από μερικούς μήνες.
Είναι η ίδια λογική που οδήγησε την Ισπανία να βλέπει το 75% των παραλιών της να θάβονται κάτω από τόνους μπετόν και να γνωρίσει μια τεράστια κτηματομεσιτική «φούσκα».
Η εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας των ευρύτερων περιοχών των τουριστικών προορισμών (δηλαδή των περιβαλλοντικών, ενεργειακών, παραγωγικών δυνατοτήτων τους) θα καθορίσει τον προσανατολισμό της τουριστικής ανάπτυξης.
Τίποτα από αυτά όμως δεν είναι εφικτό αν δεν:
– Επανακαθοριστούν οι χρήσεις γης
– Ολοκληρωθεί το εθνικό κτηματολόγιο
– Καταρτιστεί ένα νέο Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο, μέρος του οποίου θα είναι το χωροταξικό σχέδιο για τον τουρισμό
– Δεν αξιολογηθούν οι τουριστικοί πόροι και δεν επανακαθοριστούν τόσο η έννοια του κορεσμού όσο και οι καθορισμένες μέχρι σήμερα κορεσμένες τουριστικά περιοχές, ώστε να προστατευτεί το μέλλον τους.
ΜΕΡΟΣ IV: ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Θεωρητικά, κύριοι ωφελούμενοι από την «ευημερία των αριθμών» θα έπρεπε να είναι οι επιχειρηματίες του τουρισμού. Όμως, βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις να ακροβατούν ανάμεσα στην επιβίωση και στο λουκέτο, παρά την αύξηση των αφίξεων. Ουσιαστικά, δηλαδή έχουμε διογκώμενα ζητήματα ανισοκατανομής του εισερχόμενου τουριστικού εισοδήματος.
Η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας βασίζεται στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, όμως όσο αυτές «στραγγαλίζονται» από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό, την κρατική εύνοια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις (με θεσμικές παρεμβάσεις στο χωροταξικό, επενδυτικό, φορολογικό πλαίσιο που μόνο αυτές μπορούν να αξιοποιήσουν) και την ταξική φορολογική πολιτική, τότε κανένα εναλλακτικό σχέδιο τουριστικής ανάπτυξης δε μπορεί να εφαρμοστεί.
Η πολύ μικρή, η μικρή και μεσαία τουριστική επιχειρηματικότητα θα συμβάλλει ενεργά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό. Γι’ αυτό οφείλουμε να θεσμοθετήσουμε τη συμμετοχή της στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να επιδιώξουμε την εξασφάλιση βιώσιμων όρων για αυτή.
Υπό αυτό το πρίσμα, προτείνουμε:
• Την ίδρυση Τουριστικού Επιμελητηρίου ως ΝΠΔΔ (ή μετατροπή του υπάρχοντος Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου σε Τουριστικό) και τη θεσμική του συνεργασία με όλα τα επίπεδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
• Τη ρύθμιση των οφειλών των μικρών επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό και χαρακτηρίζονται από έντονη εποχικότητα και άλλες ιδιαιτερότητες, αντί της κατάσχεσης περιουσιών και επιχειρήσεων. Ενδεικτικό είναι πως τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί κατά 20% ο όγκος των χρεών των μικρότερων ξενοδοχείων στις τράπεζες.
• Την κρατική ενθάρρυνση και ενίσχυση για τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό των λειτουργικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
• Τη μείωση των συντελεστών Φ.Π.Α. στις άμεσα ή έμμεσα συνδεόμενες με τον τουρισμό επιχειρήσεις.
Εδώ θα ήθελα να παρατηρήσω το εξής: η πρόσφατη εξαγγελία της κυβέρνησης για αύξηση του ΦΠΑ, όποιον κι αν σκοπεύει να εκβιάσει, μας βρίσκει αντίθετους. Κατά την άποψη μας, δεν είναι μόνο ότι δυναμιτίζει τις προκρατήσεις, δεν έχει γίνει αντικείμενο διαβούλευσης και «έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία». Σε αυτή την κατάσταση τίθεται ερώτημα αν θέλουμε ή δε θέλουμε βιώσιμες επιχειρήσεις – με αυτή την έννοια οποιοδήποτε φορολογικό μέτρο στοχεύει ευθέως στη μικρή επιχείρηση είναι ταξικά άδικο και επιδιώκει να δημιουργήσει νέα περιθώρια συσσώρευσης για τους «μεγάλους», αφού η μικρή επιχείρηση δε μπορεί εύκολα να απορροφήσει την αύξηση του ΦΠΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη σειρά του, εντάσσει το θέμα του ΦΠΑ σε ένα συνολικότερο φορολογικό σύστημα, σταθερό και δίκαιο, με αναπτυξιακά και αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά και ταυτόχρονη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της διαφθοράς.
ΜΕΡΟΣ V: ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ (εναλλακτικές μορφές τουρισμού, εσωτερικός τουρισμός, κοινωνική οικονομία)
Κρίσιμος επίσης είναι ο παράγοντας της εποχικότητας. Εδώ, ενδεικτικά, φέρνω ως παράδειγμα την πρόσφατη μελέτη του ΙΤΕΠ, η Ελλάδα το 2013 είχε το 22% των ετήσιων αφίξεων, το 24% των ετήσιων διανυκτερεύσεων και το 24% των ετήσιων εισπράξεων μόνο τον Αύγουστο.
Δεδομένου ότι «δύο μήνες δουλειάς το χρόνο» δε φτάνουν για να καλύψουν τις φορολογικές, ασφαλιστικές και δανειοληπτικές υποχρεώσεις, αλλά και το λειτουργικό και μισθολογικό κόστος ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις, οφείλουμε να δούμε πως στην πράξη θα πετύχουμε την επιμήκυνση, με στόχο ακόμα και στο δωδεκάμηνο.
Τρεις άξονες μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο πρώτος άξονας είναι η ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες, έχουν διακηρύξει πολλά και έχουν καταφέρει ελάχιστα στον τομέα αυτό – δηλαδή στη ρύθμιση των χωροταξικών, χρηματοδοτικών, θεσμικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, που στόχο έχουν να συμπληρώσουν και να εμπλουτίσουν το μαζικό τουρισμό. Συνήθως, οι ειδικές μορφές τουρισμού γίνονται αντικείμενο «κλειστών» οργανωμένων τουριστικών υποδοχέων, όπου εκ νέου τα οφέλη του τουρισμού δε διαχέονται στην τοπική κοινωνία. Επιπλέον, πρέπει να αναρωτηθούμε:
Πως θα έχουμε οφέλη από τον ιατρικό και τον ιαματικό τουρισμό όταν οι εγκαταστάσεις του καταρρέοντος ΕΣΥ και οι ιαματικές πηγές παραχωρούνται για ένα κομμάτι ψωμί;
Πως μπορεί να αναπτυχθεί ο τουρισμός υπαίθρου όταν βάλλεται με αυτό τον τρόπο η μικρογαιοϊδιοκτησία;
Πως θα αναδειχθεί ο πολιτισμός μας, όταν η συντριπτική πλειονότητα των πολιτιστικών πόρων είναι σε υποβάθμιση και απαξίωση;
Πως θα σχεδιάσουμε τον αθλητικό τουρισμό, όταν οι αθλητικές υποδομές – ιδιαίτερα όσες κληρονομήσαμε από το 2004 – χειμάζουν και είναι σχεδόν άχρηστες πλέον;
Απέναντι στο σχέδιο του μαρασμού και του ξεπουλήματος, στρατηγική προτεραιότητα για την κυβέρνηση της Αριστεράς αποτελεί ο σχεδιασμός, η δημιουργία και η προώθηση ενός ολοκληρωμένου πλέγματος ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού, με προτεραιότητα και κατεύθυνση τις ήπιες μορφές ανάπτυξης. Η Ελλάδα έχει υψηλό απόθεμα τουριστικών πόρων (φυσικών, ιστορικών – πολιτισμικών και κοινωνικών) και μπορεί να ανασυνθέσει και να διαφοροποιήσει ουσιαστικά το τουριστικό της προϊόν. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλλουν επιτέλους και διακρατικές συμφωνίες με ασφαλιστικά ταμεία χωρών του εξωτερικού
Ο δεύτερος άξονας για την επιμήκυνση είναι η τόνωση του εσωτερικού τουρισμού.
Προτείνουμε τον επαναπροσδιορισμό και τη θέσπιση ενός ενιαίου πλαισίου διενέργειας όλων των προγραμμάτων Κοινωνικού Τουρισμού, παράλληλα με την επανασύσταση των Οργανισμών Εργατικής Εστίας και Κατοικίας. Ο θεσμός του «Κοινωνικού Τουρισμού» παραδοσιακά προσφέρει προσιτές διακοπές (τις οποίες στερήθηκαν φέτος 3 στους 4 Έλληνες, σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΚΑ), συντηρεί σε υψηλά επίπεδα τον εγχώριο τουρισμό και αμβλύνει σημαντικά τα φαινόμενα, τόσο της εποχικότητας, όσο και της συγκέντρωσης και συσσώρευσης. Πρέπει επομένως να ενισχυθεί και όχι να αποτελεί «λύση ανάγκης» για τους ιδιοκτήτες καταλυμάτων και τους εργαζόμενους.
Τέλος, ο τρίτος άξονας για την άμβλυνση της εποχικότητας είναι η συνεργατική και συνεταιριστική οικονομία.
Επιδιώκουμε τοπικές συμφωνίες και συνέργειες με τη συμμετοχή των τοπικών τουριστικών παραγωγικών μονάδων και φορέων καθώς και τη συμμετοχή του «κοινωνικού τομέα», μέσω της ενίσχυσης επενδυτικών σχεδίων συνεργατικών εταιρικών σχηματισμών και εταιρικών σχημάτων κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Στόχος μας είναι η ανάπτυξη νέων τουριστικών προϊόντων, η προστασία, ανάδειξη και ανάπτυξη των τουριστικών πόρων και υποδομών και η εδραίωση μιας νέας κουλτούρας συνεργασιών, ανάμεσα σε μη ομοειδείς κλάδους που δρουν συμπληρωματικά στη σύνθεση του τουριστικού προϊόντος.
ΜΕΡΟΣ VI: ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Κρίσιμο στοίχημα για την κυβέρνηση της Αριστεράς θα αποτελέσει η χρηματοδότηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων – και εδώ όμως έχουμε θέμα πολιτικής βούλησης.
Μέχρι τώρα, η ένταξη επιχειρήσεων στους επενδυτικούς νόμους ευνοούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις και μάλιστα, σε συγκεκριμένες περιοχές – σημειωτέον βεβαίως ότι τα πραγματικά ποσά που όντως εκταμιεύονταν εν τέλει υπολείπονταν από αυτά που αναφέρονταν στους προϋπολογισμούς, λόγω αλλεπάλληλων τροποποιήσεων, καθυστερήσεων ή και ελλείψεων στις υποδομές. Εν τέλει, το σύστημα των κρατικών εγγυήσεων και ενισχύσεων μέχρι τώρα κατέληγε να μεταβιβάζει τους επιχειρηματικούς κινδύνους στο κοινωνικό σύνολο, να δημιουργεί χαμηλή προστιθέμενη αξία και περιβαλλοντοκτόνα δόμηση και να διογκώνει περαιτέρω τις ανισότητες.
Αυτή η στρατηγική επενδύσεων και προσανατολισμού τους εντείνεται ακόμα περισσότερο, αν υλοποιηθούν οι διακηρυγμένες προτάσεις της κυβέρνησης για τη δημιουργία 150.000 νέων κλινών σε τετράστερα και πεντάστερα ξενοδοχεία και τον εκσυγχρονισμό άλλων 100.000. Σε συνδυασμό με την εφαρμοζόμενη πολιτική στη φορολόγηση, στις αδειοδοτήσεις και στη διαχείριση των «κόκκινων δανείων», μιλάμε πλέον για τη δημιουργία ενός νέου τουριστικού επιχειρηματικού χάρτη στην Ελλάδα.
Με βάση αυτά, πρέπει να αξιοποιηθούν στο μέγιστο τα διαθέσιμα κονδύλια και να διατεθούν ισότιμα και παράλληλα, να αναπτυχθούν και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Δεδομένου, λοιπόν, πως ο τουρισμός έχει πραγματική προοπτική όσο στηρίζονται και οι άλλοι παραγωγικοί τομείς, προστατεύεται το περιβάλλον και αναδεικνύονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε Περιφέρειας:
• Στο πλαίσιο των γενικότερων θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για το τραπεζικό σύστημα, εξετάζεται σοβαρά το ενδεχόμενο της ύπαρξης αναπτυξιακής τράπεζας υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο, με τον μετασχηματισμό μιας υπάρχουσας ή τη δημιουργία νέας.
• Θα αναμορφωθεί εκ βάθρων το επενδυτικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο ευνοούσε συστηματικά, εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία, τις μεγάλες τουριστικές επενδύσεις μαζικού χαρακτήρα.
• Θα αναμορφωθεί συνολικά ο νόμος για την «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα», ώστε να συμπεριληφθούν στις προβλέψεις του σκοποί και δραστηριότητες τουριστικής φύσεως, μέσω των οποίων, μπορούν να υλοποιηθούν επενδυτικά σχέδια κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων παραγωγικού σκοπού.
• Τέλος, στόχος μας είναι η χώρα να αποσυνδεθεί από τις προβλέψεις αιρεσιμοτήτων του νέου προγράμματος 2014–2020, οι οποίες εξαρτούν τη ροή της χρηματοδότησης από την επίτευξη συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών.
ΜΕΡΟΣ VII: ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (λιμάνια, μαρίνες, αεροδρόμια)
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να αλλάξω λίγο σελίδα και να έρθω πάλι στην επικαιρότητα.
Πρόσφατα, η κυβέρνηση επέλεξε την παραχώρηση 14 περιφερειακών αεροδρομίων μέσω του ΤΑΙΠΕΔ. Αυτή η πρωτοβουλία αποτέλεσε τη συνέχεια μιας – πολυετούς πλέον – στρατηγικής ιδιωτικοποιήσεων με όρους ξεπουλήματος, η οποία περιλαμβάνει αεροδρόμια, λιμάνια, μαρίνες, χιονοδρομικά κέντρα, ιαματικές πηγές. Μάλιστα, ακόμα και οι πιο νηφάλιες οικονομοτεχνικές αναλύσεις καταδεικνύουν την αποτυχία του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, τα έσοδα των οποίων δεν αντιστοιχούν ούτε στο ελάχιστο στις δυνατότητες αξιοποίησης τους από το κράτος. Αν στο παραπάνω προστεθεί η απαράδεκτη – και εκτός των άλλων και «αντιτουριστική» – σύμβαση του «Ελ. Βενιζέλος» και η μετάβαση των αερομεταφορών από το καθεστώς του κρατικού μονοπωλίου στο καθεστώς του ιδιωτικού μονοπωλίου, μπορούμε να μιλάμε πλέον για έναν αφοπλισμό του κράτους από αναπτυξιακά εργαλεία.
Προτείνω να κοιτάξουμε λίγο στα ανατολικά και να δούμε τη γείτονα χώρα, την Τουρκία. Η «Turkish Airlines», ο τούρκικος αερομεταφορέας, στη διαχείριση του οποίου το κράτος συμμετέχει καταλυτικά, είναι μέσα στις 5 – 10 κορυφαίες αεροπορικές εταιρίες παγκοσμίως. Παράλληλα, αυτή την στιγμή, στην Κωνσταντινούπολη κατασκευάζεται το μεγαλύτερο αεροδρόμιο στον πλανήτη σε δυναμική επισκεψιμότητας – ένα αεροδρόμιο που στοχεύει να αλλάξει τον παγκόσμιο χάρτη των αερομεταφορών. Τέλος, μαρίνες και λιμάνια κομβικού χαρακτήρα περνάνε σε χέρια τούρκικων εταιριών. Όλα αυτά ονομάζονται στρατηγικός έλεγχος των μεταφορών και των πυλών εισόδου.
Επιπλέον, στη μεγάλη εικόνα, χωρίς την παραμικρή διάθεση «εθνικού ανταγωνισμού», πρέπει να αναγνωρίσουμε πως τα παραπάνω – όπως και μια σειρά άλλων γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών κινήσεων – καταλήγουν να «δορυφοροποιούν» την Ελλάδα και να μικραίνουν το ρόλο της, ελλείψει μάλιστα μιας σταθερής πολιτικής για τις πύλες εισόδου.
Αυτή η στρατηγική έχει αφοπλίσει το κράτος από οποιεσδήποτε γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρει στον τομέα του τουρισμού. Αν θέλουμε να μιλάμε για εθνική στρατηγική, πρέπει να ξαναδούμε, με τον έναν ή άλλον τρόπο, τη διαχείριση αυτών των αναπτυξιακών στρατηγικών εργαλείων, με κύριο πρόσημο πλέον το «δημόσιο κοινωνικό έλεγχο».
Έτσι, η τουριστική στρατηγική της κυβέρνησης της Αριστεράς
• θεμελιώνεται μέσω του σταματήματος του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων τουριστικών ακινήτων
• οικοδομείται μέσω της επανεξέτασης των συμβάσεων παραχώρησης, χρήσης και ιδιοκτησίας που υπογράφηκαν επί Μνημονίου και της ανάκτησης της δημόσιας τουριστικής περιουσίας, όπου το απαιτεί η ανάγκη χρηματοδότησης των τουριστικών πολιτικών
• αναπτύσσεται μέσω
– της ίδρυσης δημόσιου – κοινωνικού φορέα παροχής ακτοπλοϊκών υπηρεσιών, ενάντια στις μονοπωλιακές τάσεις στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες και στα φαινόμενα εναρμονισμένων πρακτικών
– της εξέτασης των μεσομακροπρόθεσμων δυνατοτήτων ύπαρξης δημόσιου εθνικού αερομεταφορέα
– του σχεδιασμού και εφαρμογής ενός σύγχρονου συστήματος συνδυασμένων μεταφορών, για την κάλυψη των αναγκών πρόσβασης σε όλη την Ελλάδα.
ΜΕΡΟΣ VIII: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ (ΕΟΤ, προβολή, υπουργείο)
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η δημόσια περιουσία – τουριστική ή μη – που ιδιωτικοποιήθηκε στα χρόνια του Μνημονίου. Είναι και ολόκληρες πολιτικές που ιδιωτικοποιήθηκαν.
Μιλάμε για τη δραστική και ταχύτατη θεσμοθέτηση της παραχώρησης λειτουργιών που μέχρι πρότινος άνηκαν στο κράτος και στήριζαν την τουριστική μας ανάπτυξη (μάρκετινγκ, προβολή και διαφήμιση, έρευνα, περιφερειακή ανάπτυξη, κτλ.) στο μεγάλο ελληνικό και ξένο κεφάλαιο με απώτερο σκοπό την ακόμη ταχύτερη συγκέντρωση κεφαλαίου και τον έλεγχο του παραγωγικού κυκλώματος στον τουρισμό.
Μεγάλο μέρος αυτών των λειτουργιών άνηκε στον ΕΟΤ, ο οποίος απαξιώθηκε, τεμαχίστηκε και εν τέλει υποβαθμίστηκε στα όρια της διάλυσης, παρά την ιστορία πολλών δεκαετιών, που συσσώρευσε εμπειρία και τεχνογνωσία. Βεβαίως, το επιχείρημα της «διαφθοράς» για τον ΕΟΤ είναι αστείο, αφού αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για την κατάργηση δημόσιων δομών και την απόλυση εργαζομένων σε όλο το Δημόσιο, ενώ τα υπαρκτά φαινόμενα διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων που αποτέλεσαν το «μακρύ χέρι» του δικομματικού κράτους για δεκαετίες παραμένουν.
Είμαστε απόλυτα ειλικρινείς και ξεκάθαροι, όταν λέμε πως η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τον ΕΟΤ δεν κατευθύνθηκε προς την ενίσχυση ενός άλλου δημόσιου φορέα (του υπουργείου Τουρισμού, με όσα ζητήματα θα είχε και αυτό). Σε αυτή τη διαδικασία, το υπουργείο, αντί να παγιώσει μια στρατηγική δυναμική, κατέληξε γραφείο διεκπεραίωσης αιτημάτων του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου, με όχημα μάλιστα μια χαώδη τουριστική πολυνομία, η οποία εντοπίζεται σε δεκάδες άσχετα με τον τουρισμό νομοσχέδια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τόσο την αυτόνομη θεσμική και αναπτυξιακή υπόσταση του υπουργείου Τουρισμού, όσο και την αναδιάρθρωση ενός ισχυρού και με ουσιαστικές λειτουργίες εποπτευόμενου φορέα, του ΕΟΤ. Επιπλέον:
• θα άρουμε τις αλληλεπικαλύψεις και συναρμοδιότητες
• θα αναμορφώσουμε και θα κωδικοποιήσουμε την τουριστική νομοθεσία (με έμφαση στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού)
• θα ενισχύσουμε τις αρμοδιότητες του ΕΟΤ μέσω της συνεχούς εφαρμογής ενός Ολοκληρωμένου Σχεδίου Προώθησης και Προβολής που θα εγκρίνεται από το υπουργείο
• θα εξασφαλίσουμε την εκπροσώπηση υπουργείου και ΕΟΤ σε επιλεγμένους φορείς (π.χ. Φεστιβάλ Αθηνών)
• θα εγγυηθούμε την επαρκή στελέχωση των Γραφείων Εξωτερικού και των Περιφερειακών Υπηρεσιών Τουρισμού, μέσω αξιοκρατικών, διαφανών διαδικασιών υπό την αιγίδα του ΑΣΕΠ.
ΜΕΡΟΣ IΧ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΕΡΓΑΣΙΑ
Άφησα για το τέλος, ακριβώς επειδή θέλουμε να δώσουμε έμφαση, τον παράγοντα «άνθρωπο», τα χέρια που παράγουν το περίφημο «ελληνικό τουριστικό προϊόν».
Θεωρούμε την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την εργασία τα μεγαλύτερα θύματα των πολιτικών πρωτοβουλιών των κυβερνήσεων και των πολιτικών ηγεσιών του τουρισμού επί Μνημονίου.
Από τη μία, η πρωτοφανής ανεργία, η ελαστικοποίηση της εργασίας, η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων και συλλογικών συμβάσεων, η παράλυση των ελεγκτικών μηχανισμών, οι μειώσεις μισθών και επιδομάτων και το όργιο «μαύρης εργασίας» εξειδικεύεται στον τουρισμό μέσω του αποκλεισμού εργαζομένων από το επίδομα ανεργίας, της αντικατάστασης της εργασίας από αναχώματα στην ανεργία τύπου voucher και πρακτικής άσκησης και της απελευθέρωσης επαγγελμάτων (π.χ. ξεναγοί) και συμπυκνώνεται στις γνωστές συνθήκες «γαλέρας».
Από την άλλη, η ριζική κατάργηση της δημόσιας τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (εκπεφρασμένης κυρίως μέσω της διάλυσης του ΟΤΕΚ) άνοιξε το δρόμο για την παροχή χαμηλών υπηρεσιών και την εκχώρηση της κρισιμότατης αρμοδιότητας της χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής εξ’ ολοκλήρου στον ιδιωτικό τομέα – πολλές φορές μάλιστα, συνοδευόμενη με το ξεπούλημα της τεράστιας αξίας ακίνητης περιουσίας του ΟΤΕΚ.
Η Αριστερά από θέση αρχής, αλλά και αντίληψης της συγκυρίας, δεσμεύεται να προστατέψει τους ανθρώπους του τουρισμού. Η πρόταση μας για την τουριστική ανάπτυξη έχει ανθρωποκεντρικό πρόσημο – αυτό και πρωτίστως αυτό, σηματοδοτεί τη συμβολή του τουρισμού και της αύξησης των μεγεθών του στην κοινωνική ευημερία.
Όλες μας οι προσπάθειες στοχεύουν στον στόχο της πλήρους, σταθερής και ποιοτικής απασχόλησης, στην εξάλειψη φαινομένων που αποσκοπούν αποκλειστικά στη μείωση του εργατικού κόστους και στην απόρριψη της νεοφιλελεύθερης επικαιροποίησης και «μοντερνοποίησης» των εργασιακών σχέσεων. Όσο για την τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, στοχεύουμε στην παραγωγή αποφοίτων με εξειδικευμένες γνώσεις και κατάλληλες δεξιότητες, καθώς και σφαιρική αντίληψη του τουριστικού προϊόντος.
Εν τέλει, η τουριστική εκπαίδευση οφείλει να βασίζεται στον επανασχεδιασμό του όλου συστήματος «Εκπαίδευση- Κατάρτιση- Πρακτική Άσκηση- Απασχόληση» στον τουρισμό, ως «εργαλείο» για την προώθηση και ανάπτυξη ενός τουριστικού μοντέλου που θα απαντά στις ανάγκες του ελληνικού τουρισμού και θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις που σημειώνονται στον τουρισμό.
Εκτός λοιπόν από την αποκατάσταση μισθών, επιδομάτων και συλλογικών συμβάσεων, την ακύρωση των αντιλαϊκών και αντεργατικών νόμων και την καθιέρωση του «Ενιαίου Λυκείου Θεωρίας και Πράξης» και του «Ενιαίου Δημόσιου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας», ο ΣΥΡΙΖΑ
• θα αποκαταστήσει την εργασιακή αξιοπρέπεια στον τομέα του τουρισμού, με βάση την αρχή ότι δεν είναι δυνατόν να αναπτύσσεται ο ελληνικός τουρισμός με ποιότητα έναντι των τουριστών χωρίς η ποιότητα αυτή να αντανακλά την ποιότητα ζωής των κατοίκων της χώρας
• θα διευκολύνει την απρόσκοπτη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας σε χιλιάδες εργαζόμενους σε εποχικά επαγγέλματα
• θα συνδέσει την αδειοδότηση και λειτουργία τουριστικών επιχειρήσεων με ρήτρες προσωπικού και απασχόλησης
• θα ενισχύσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και θα αυστηροποιήσει το θεσμικό πλαίσιο κατά της μαύρης εργασίας
• θα καταργήσει την απορρύθμιση του επαγγέλματος του ξεναγού, εντάσσοντας τις σχολές ξεναγών στην μεταλυκειακή εκπαίδευση, με την εισαγωγή σε αυτές να απαιτεί ειδικά προσόντα θα καταπολεμήσει τα προγράμματα κατάρτισης που υποκρύπτουν ελαστικές σχέσεις εργασίας, όπως τα περίφημα «voucher» και θα αναθεωρήσει το υπάρχον πλαίσιο για την πρακτική άσκηση
• θα εντάξει τον τουρισμό ως αυτόνομο γνωστικό κλάδο στο γενικότερο πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας και θα εξασφαλίσει τη θεσμική εκπροσώπηση στη λειτουργία του από το υπουργείο Τουρισμού.
ΜΕΡΟΣ Χ: ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω πως στη Θεσσαλονίκη, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε ένα πρόγραμμα σαφές, στοχευμένο και κοστολογημένο. Παράλληλα, το συνολικότερο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ για την παραγωγική ανασυγκρότηση ήδη έχει αρχίσει και παρουσιάζεται εξειδικευμένο στις 13 Περιφέρειες της χώρας.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον τουρισμό εντάσσεται μέσα σε αυτή τη λογική. Πολλές από τις προτάσεις μας υπήρχαν στην κοινωνία εδώ και καιρό – εμείς θα τις κάνουμε πολιτικό πλαίσιο. Είναι μια πρώτη δέσμη συμπερασμάτων από τη διαβούλευση και το διάλογο που προσπαθήσαμε εδώ και δυόμιση χρόνια να ανοίξουμε με την κοινωνία, με ημερίδες, συναντήσεις και εκδηλώσεις.
Όπως όμως οι δίαυλοι επικοινωνίας μας με την κοινωνία παραμένουν ανοιχτοί, έτσι ανοιχτό και δυναμικό είναι και το προγραμματικό μας πλαίσιο για τον τουρισμό.
Είμαστε λοιπόν βέβαιοι ότι αν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ συντελέσουν στο να έχει ο τουρισμός τον προωθητικό εκείνο ρόλο που μπορεί, τότε κερδισμένη θα είναι όχι μόνο η Αριστερά, αλλά κυρίως ο κόσμος του τουρισμού και η ελληνική κοινωνία.
Σας ευχαριστώ για την συμμετοχή και την προσοχή σας και ελπίζουμε, τη μελλοντική συμβολή σας.”
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
[adrotate banner=”24″]