Του Γιάννη Σπιλάνη*
Η άποψη που φαίνεται να επικρατεί από τις πρόσφατες μελέτες με αντικείμενο τον εμβληματικό για όλη την Ελλάδα προορισμό της Σαντορίνης είναι ότι η σωστή διαχείριση των τουριστικών ροών και των πιέσεων που προκαλούν (πχ. διαχείριση απορριμμάτων) αρκεί για να ρυθμιστεί το πρόβλημα που αποτυπώνουν όχι μόνο οι αριθμοί, αλλά και η αντίληψη της πλειοψηφίας των εμπλεκόμενων. Το κρίσιμο σημείο που αποφεύγεται να απαντηθεί ευθέως είναι αν και μετά την προφανώς απαραίτητη διαχείριση των σημερινών προβλημάτων, η Σαντορίνη αντέχει μεγαλύτερες ροές τόσο τουριστών μέσα από την αύξηση των διαθέσιμων κλινών, όσο και επισκεπτών μέσα από την αύξηση ημερήσιων αφίξεων με κρουαζιερόπλοια και ημερόπλοια.
Όμως τι λέει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού και τι δείχνουν οι αριθμοί;
Κατά τον ΠΟΤ, βιώσιμη είναι “η τουριστική ανάπτυξη που οδηγεί στη διαχείριση όλων των πηγών ενός προορισμού με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι οικονομικές, κοινωνικές, αλλά και αισθητικές ανάγκες χωρίς να διαταράσσεται η ποικιλομορφία, η οικολογία και η πολιτιστική ακεραιότητα του προορισμού”. Πέρα από τις οικονομικές ανάγκες –και αυτές όχι για όλους- ποιες άλλες ανάγκες ικανοποιούνται και τι είναι αυτό που δεν έχει διαταραχθεί στο νησί; Εκτός βέβαια από το brand name του, που στηρίζεται όλο και περισσότερο στο ηλιοβασίλεμα και στις υψηλού επιπέδου υπηρεσίες πολλών επαγγελματιών. Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό το brand name θα αντέχει;
Η μελέτη που υλοποίησε το Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου και ολοκληρώθηκε το 2016 έβαλε στο χαρτί με αριθμούς όσα μέχρι τότε συζητούσαν οι εμπλεκόμενοι στον τουρισμό, αλλά και η τοπική κοινωνία. Με βάση την εκτίμηση του αριθμού των διανυκτερεύσεων στο νησί που βασίστηκε στα στοιχεία των αφίξεων με όλα τα μέσα, αποτιμήθηκε το συνολικό αποτύπωμα του τουρισμού και εκτιμήθηκε κατά πόσο αυτό έχει υπερβεί τη φέρουσα ικανότητα του νησιού με αποτέλεσμα να δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον του. Για το μέλλον του κοινού κεφαλαίου των Σαντορινιών και όσων, αφού την λάτρεψαν επένδυσαν χρήματα και ζωή σ’αυτό.
Μεταξύ των βασικών διαπιστώσεων ήταν ότι η ραγδαία αύξηση των διαθέσιμων κλινών σε κάθε τύπου καταλύματα, επαγγελματικά και ιδιωτικά, είχε οδηγήσει σε έναν αριθμό επισκεπτών 4,5 φορές περισσότερων από τους μόνιμους κατοίκους, είχε δημιουργήσει μια “τσιμεντοποίηση” του νησιού ανάλογη με αυτή της πρωτεύουσας, αλλά και κορεσμό σε μια σειρά από υποδομές και κυριότερη στο οδικό δίκτυο. Σε αυτό συνέβαλαν οι ημερήσιοι επισκέπτες τόσο της κρουαζιέρας όσο και των ημερόπλοιων, κυρίως από την Κρήτη, αλλά και οι διερχόμενοι επισκέπτες των γύρω νησιών. Η έννοια του overtourism που είχε εμφανιστεί για να καταγράψει τη δυσαρέσκεια επισκεπτών, εργαζομένων και κατοίκων, αλλά και την κάμψη των οικονομικών αποτελεσμάτων σε επιτυχημένους προορισμούς ανά τον κόσμο, έβρισκε ευήκοα ώτα σε ότι αφορά στη Σαντορίνη.
Οι διαπιστώσεις αυτές που τεκμηρίωσαν τα επιχειρήματα περί υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας έφεραν στο προσκήνιο την αναζήτηση λύσεων ώστε να ανακοπεί η εξέλιξη αυτή. Το μόνο μέτρο που εφαρμόστηκε, όχι χωρίς τριβές, ήταν η ρύθμιση του ωραρίου άφιξης των κρουαζιερόπλοιων. Στα χρόνια που ακολούθησαν αυξήθηκαν κλίνες, επισκέπτες και προβλήματα με συνέπεια να αναζητηθεί ξανά μέσα από νέες μελέτες ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος.
Τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων για την πολιτεία που έχει τα εργαλεία στα χέρια της. Ερώτημα είναι ποια θα χρησιμοποιήσει και πώς, ώστε η “πληγή της Βλυχάδας” του Χρ.Ασιμή να μη διαπεράσει όλο το νησί. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να πειστούν μεγάλοι και μικροί “επενδυτές” ότι το κεφάλαιο Σαντορίνη έχει ήδη καταναλωθεί. Απλά οι επιπτώσεις, όπως και αυτές της κλιματικής αλλαγής, θα φανούν αργότερα. Και αν οι “ξένοι επενδυτές” θα φύγουν μετά από τον νέο αυτό σεισμό όπως ήρθαν για καλύτερες οικονομικές αποδόσεις αλλού, τι θα κάνουν οι “ντόπιοι”; Και εδώ ο ρόλος της Δημοτικής Αρχής και των άλλων εμπλεκόμενων είναι κρίσιμος.
* Ο κος Γιάννης Σπιλάνης είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου και Δ/ντης Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού