Της Σωτηρίας Ινετζή*
Genius Loci: H αυλαία της Σαντορίνης
Μήνας Φεβρουάριος, και η τύχη με φέρνει στη Σαντορίνη. Περιδιαβαίνω, παρατηρώ, προσπαθώ˙ να προσεγγίσω, να αισθανθώ, να νιώσω τον τόπο. Όχι επιφανειακά, αλλά στην ουσία του, βαθιά στο στρώμα που γεννά την ιδιαιτερότητά του.
Μετράω τα βήματά μου –κάθε βήμα και αναστοχασμός. Τι είναι ο τόπος; Αναζητώ το χαρακτήρα του, προσπαθώ να τον ορίσω, να δω τι είναι σήμερα η Σαντορίνη. Αλλά ο ορισμός ή μια ξεκάθαρη μοναδική απάντηση δε μοιάζει προσιτή. Σα να αντιπαλεύονται ταυτόχρονα διαφορετικά πράγματα, δύο φύσεις που αλληλεπιδρούν και συνυπάρχουν πάνω σε μια αλληλοδιαδοχή.
Από τη μία, το έκδηλο: Σύγχρονο τοπίο, όρια και μεταβάσεις σκληρές με τύπο αστικό, ασφυκτική συνύπαρξη, και εμπόριο των πάντων. Ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον, τυλιγμένο με την επίφαση της παράδοσης, να ξεχύνεται με υπερβολή, με χρόνο που τρέχει, με ταχύτητα και ρυθμούς εκρηκτικούς. Από την άλλη, το εγγενές: Καλά κρυμμένο κάτω από το σύγχρονο περιτύλιγμα, το μέτρο και η κλίμακα της αρχιτεκτονικής που γέννησε ο τόπος ενυπάρχουν και υποδηλώνουν το πνεύμα του τόπου. Τόπος σε χρόνο στατικό, χθόνιος, εσωστρεφής. Κι ακόμα, μοντέρνος στην ουσία του.
Ένας άλλος τόπος δημιουργείται˙ συντίθεται από τις δύο φύσεις, συγκομίζοντας το γηγενές με κάτι άλλο, που μοιάζει με αυτό. Η Σαντορίνη των μόνιμων κατοίκων, των επισκεπτών, του φυσικού πλούτου, αυτό που είναι η Σαντορίνη, μπλέκεται με το νησί μιας τουριστικής έκρηξης, μιας νέας βιομηχανίας, με αυτό δηλαδή που γνωρίζουμε –ή νομίζουμε;- πώς είναι η Σαντορίνη.
Κι είναι η ανάγκη αυτό που στάθηκε η αφορμή να αρχίσει να στήνεται αυτό που τώρα βλέπω. Η ανάγκη, που νιώθω, όμως, να τριγυρίζει σε άλλα μονοπάτια τώρα. Μια ανάγκη, που έγινε βιομηχανία, εργοστάσιο παραγωγής κι εκμετάλλευσης ενός τόπου που αντιστοιχεί σε μια «άλλη» κατάσταση, σε μια «νέα» διαδικασία.
Ακόμα ψάχνω να βρω το χαρακτήρα που μιλάει για αυτή τη ροή, γι’ αυτή τη διαδικασία που ξετυλίγεται εμπρός μου. Να κατανοήσω τη συνθήκη, η οποία τη θέτει σε λειτουργία.
Και φτάνω έξαφνα σε μία λέξη –θέατρο. Ένα θέατρο είναι, λοιπόν, η σημερινή Σαντορίνη. Μια παράσταση θεατρική, κι η καθημερινότητα να οργανώνεται γύρω της, σε άμεση σχέση, με άρρηκτους δεσμούς. Και ο χρόνος, ως αόρατος σκηνοθέτης, καθοδηγεί τα γεγονότα. Ο ένας ίδιος τόπος, κινείται με δύο ταχύτητες –αυτήν της προετοιμασίας κι αυτήν της παράστασης. Η πραγματικότητα, σε χρονική συνθήκη πραγματική, υπαινίσσεται αυτό που σιγά σιγά στήνει.
Φεβρουάριος είναι τώρα, και το σκηνικό στήνεται. Ο χώρος –ή η σκηνή;- μεταπλάθεται προς έναν οργανισμό που υπαινίσσεται ένα σενάριο που υποβάλλει κινήσεις, συναισθήματα, συμπεριφορές. Το παρασκήνιο ξεδιπλώνεται μπροστά μου, γύρω μου, με ρυθμούς πυρετώδεις, συστηματικούς. Η προετοιμασία αδιάκοπη, να δημιουργεί τη συνθήκη με ένα κύριο σκοπό: Να δει ο θεατής την αναμενόμενη εικόνα. Το παρασκήνιο του χειμώνα, κατοικώντας τον τόπο σε χρόνο πραγματικό, αγωνίζεται για να υψώσει το προσκήνιο της σεζόν˙ το έργο πρέπει να ξεκινήσει εγκαίρως. Χωρίς καθυστερήσεις, χωρίς αναβολές, χωρίς λάθη.
Ο «επισκέπτης», ή ο «θεατής», άλλωστε, δε συγχωρεί λάθη. Γιατί έρχεται στον τόπο για να δει αυτό που περιμένει. Η παράσταση ξετυλίγεται, και αυτός μετέχει σ’ αυτό που έχει γνωρίσει –ή νομίσει;- ότι είναι ο τόπος, αυτό που έχει αποζητήσει να δει για να πιστέψει και να επιβεβαιώσει ότι, «άξιζε ο κόπος». Κι ας μην αναζητήσει τίποτα άλλο. Γιατί, «αυτή, ναι, είναι η Σαντορίνη». Και δεν είναι τελικά μόνο θεατής, αλλά και ηθοποιός ταυτόχρονα. Γίνεται κομμάτι του κάδρου, και βιώνει έννοιες, καταστάσεις, συναισθήματα σε χρόνο όχι πια πραγματικό, αλλά δραματικό.
Οι ρόλοι μπλέκονται –ηθοποιοί και θεατές, όλοι ένα. Όλοι, μέρη του έργου, και κομμάτια μιας διάδρασης που κατοικεί την εικόνα. Μόνιμοι και προσωρινοί, οι κάτοικοι τώρα δεν κατοικούν τον τόπο, αλλά την κατασκευασμένη εικόνα του τόπου. Μετέχουν στη δράση αλληλεπιδρώντας και διαμορφώνοντας τη διαδικασία.
Τι είναι όμως αυτός ο νέος χαρακτήρας; Τι σχέση έχει το σημερινό «θέατρο» με τον τόπο και τον εγγενή χαρακτήρα του; Η σύγχρονη Σαντορίνη, μοιάζει να αποτελεί ένα άλλο περιτύλιγμα του εγγενούς στρώματος του τόπου. Το «θέατρο» φαντάζει αντιθετικό με το υπόστρωμα του πραγματικού, του υπάρχοντος και της μνήμης του τόπου. Ο εγγενής χαρακτήρας μοιάζει να μετακινείται, να διαφοροποιείται από το ουσιώδες και να στήνει το νέο «τόπο».
Προσπαθώ να κατανοήσω, ή να βρω πού εντοπίζεται αυτή η νέα κατάσταση, η νέα αίσθηση του τόπου. Αν είναι διάβρωση, αν είναι στρέβλωση, ή κάτι άλλο. Με δυσκολία –το ομολογώ- παρατηρώ μάλλον, μια μετατόπιση. Ο νέος χαρακτήρας συγκροτείται ως τι; Ως –στην ουσία- μετατόπιση του εγγενούς, το οποίο στρέφεται από το ένα σημείο, στο αντιδιαμετρικό του. Ο τόπος μεταπλάθεται, αλλάζει θέση και συγκροτεί μια οντότητα «νέα», που αντιπαραβάλλεται με την «παλιά».
Και πάλι αναρωτιέμαι –είναι όντως αντιπαραβολή, διαμάχη ή μήπως διάλογος; Το παλιό υπάρχει μέσα στο νέο, και το νέο μέσα στο παλιό –αυτός είναι ο νόμος της ανάγκης, της εξέλιξης και της συνέχειας. Επιχειρώ να εντοπίσω τη νέα θέση του χαρακτήρα. Πώς τοποθετείται αυτό που έρχεται απέναντι σ’ αυτό που βρήκε να είναι ο τόπος. Πού βρίσκεται το «μετά»;
Δεν ξέρω να απαντήσω. Μόνον αυτό: ο τόπος είναι εδώ, υπάρχει, ζει, κινείται –μέσα από μια «μετατόπιση», μια αλλαγή θέσης, έναν άλλο χαρακτήρα. Όπου και να βρίσκεται αυτό το «μετά-», αυτό μοιάζει να είναι το παρόν και το τρέχον, σ’ έναν τόπο που είναι στ’ αλήθεια άχρονος, όπου κάθε προηγούμενο παρόν του προστίθεται, συμπληρώνει και συνυπάρχει.
Σημείωση: Η φράση «Genius Loci» είναι δανεισμένη από τον τίτλο «Genius Loci: το πνεύμα του τόπου – Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής» του βιβλίου του Christian Norberg-Schulz.
[hr style=”single”]
* Η Σωτηρία Ινετζή είναι Διπλ. Αρχιτέκτων μηχανικός Ε.Μ.Π. και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Δ.Π.Μ.Σ. «Σχεδιασμός- Χώρος-Πολιτισμός» (MSc N.T.U.A.) της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. με ειδίκευση στη Γνωσιολογία της Αρχιτεκτονικής.