Η ασύρτικη προοπτική

Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, στις 5 Αυγούστου 2012, και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς εξηγεί με απλό και κατανοητό τρόπο ότι η προώθηση του ασύρτικου στις διεθνείς αγορές για να επιτύχει είναι απαραίτητο να συνδεθεί με την ταυτότητα του τόπου προέλευσής του, δηλαδή της Σαντορίνης.

Του Στάθη Ν. Καλυβα*

Το ασύρτικο είναι μια γηγενής ποικιλία αμπέλου που ευδοκιμεί στο ιδιαίτερο οικοσύστημα της Σαντορίνης, το οποίο χαρακτηρίζεται από πορώδες έδαφος που συγκρατεί την υγρασία, μεγάλη ηλιοφάνεια, απουσία βροχοπτώσεων, θαλάσσια ομίχλη και δυνατούς ανέμους. Το ηφαιστειογενές έδαφος του νησιού έχει προστατεύσει την ποικιλία αυτή από τη φυλλοξήρα, προσδίδοντας στον ηλικίας 3.000 ετών αμπελώνα της Σαντορίνης μια μοναδική παλαιότητα. Η καλλιέργεια του ασύρτικου έχει γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, συνδυάζοντας παραδοσιακές πρακτικές (όπως το σύστημα διαμόρφωσης των κλημάτων σε σχήμα κουλούρας) με σύγχρονες μεθόδους οινοποιίας, δίνοντας λευκά κρασιά μοναδικής ιδιοσυγκρασίας, με χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη μεταλλικότητα και οξύτητα.

Γιατί τα γράφω όμως όλα αυτά; Ούτε κριτικός κρασιού είμαι ούτε επαγγελματίας γευσιγνώστης έγινα. Αναμφίβολα, η χαρακτηριστική γεύση του ασύρτικου έχει ταυτιστεί στο μυαλό μου με το ελληνικό καλοκαίρι. Ο λόγος όμως που ασχολούμαι σήμερα με το ασύρτικο είναι άλλος. Αφορμή αποτέλεσε ένα πρόσφατο άρθρο του Erik Asimov, του κριτικού κρασιών των New York Times, το οποίο γνώρισε μεγάλη διάδοση. Στο άρθρο αυτό, προτείνει μια λίστα είκοσι κορυφαίων κρασιών μεσαίου κόστους στην οποία περιλαμβάνει και ένα σαντορινιό ασύρτικο, κάνοντας λόγο για τον έρωτά του με την ποικιλία αυτή που «ερεθίζει το στόμα σαν να συμπυκνώνει μέσα της εκατομμύρια μικροσκοπικά βότσαλα». Ο Erik Asimov δεν είναι ο πρώτος που εκθειάζει το ασύρτικο. Εχουν προηγηθεί κορυφαίοι κριτικοί, όπως η Jancis Robinson και πολλοί άλλοι. Με άλλα λόγια, το ασύρτικο έχει κατακτήσει μια μοναδική θέση στην παγκόσμια σκηνή του κρασιού.

Πού οφείλεται αυτή η επιτυχία; Κατ’ αρχάς στο ίδιο το προϊόν. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Σαντορίνης (το «terroir» της) προίκισαν αυτό το αμπέλι. Δεν φτάνει όμως αυτό. Οπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Νότου, οι γηγενείς ποικιλίες αμπέλου είχαν για πολλά χρόνια είτε ξεχαστεί είτε υποβαθμιστεί. Οταν επανήλθε δυναμικά η αμπελουργία, επικράτησε μια τάση καλλιέργειας ξένων ποικιλιών (στην Ελλάδα, η τάση αυτή εκπροσωπήθηκε κυρίως από το κτήμα Καρρά στη Χαλκιδική). Δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα, καθώς ο συνδυασμός γνωστών για τις ιδιότητές τους ποικιλιών και των ιδιαίτερων συνθηκών της ελληνικής φύσης έδωσε ορισμένα πολύ καλά κρασιά. Είχε όμως και ένα μεγάλο μειονέκτημα: υπονόμευσε την αναγνωρισιμότητα των κρασιών αυτών στη διεθνή αγορά, αφού πάντοτε κυριαρχούν οι πρωτότυπες και ευρύτατα γνωστές ποικιλίες. Κάποια στιγμή όμως, νέοι μερακλήδες παραγωγοί με στενή συνήθως σχέση με κάποια ιδιαίτερη πατρίδα και ανώτερες σπουδές στην οινοποιία, επιχείρησαν και πέτυχαν την αναγέννηση πολλών γηγενών ποικιλιών. Αναδείχθηκαν έτσι εκτός από το ασύρτικο, ποικιλίες όπως το αγιωργήτικο, το ξινόμαυρο και το μοσχοφίλερο, ενώ σήμερα πολλοί παραγωγοί πειραματίζονται με δεκάδες άλλες γηγενείς ποικιλίες και συνδυασμούς. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταμορφωθεί εντελώς η αγορά του ελληνικού κρασιού. Aπό κει που ελληνικό κρασί σήμαινε κυρίως ρετσίνα, περάσαμε σε κρασιά υψηλών αξιώσεων με έντονη την ταύτισή τους με τον χώρο παραγωγής τους.

Η πρόοδος που έχει γίνει είναι τεράστια, αλλά δυστυχώς δεν επαρκεί. Παρά το γεγονός πως το ασύρτικο έχει γίνει γνωστό στους κριτικούς των κρασιών, παραμένει σχετικά άγνωστο στο ευρύτερο κοινό των καταναλωτών και ούτε είναι εύκολο να το προμηθευτεί κανείς στις ξένες αγορές. Επιπλέον, η διεθνής αγορά του κρασιού είναι απίστευτα ανταγωνιστική με όλο και περισσότερους παίκτες να εισέρχονται σ’ αυτήν. Η πρωτοκαθεδρία της Γαλλίας χτυπήθηκε αρχικά από τις ΗΠΑ και σήμερα κινδυνεύει από την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική και τη Χιλή. Ο ανταγωνισμός δεν είναι κακός και συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό της κατανάλωσης του κρασιού, που από χόμπι αριστοκρατών έγινε μια ευρύτατα διαδεδομένη απόλαυση της μεσαίας τάξης. Αυτή τη στιγμή έρχονται σε επαφή με το κρασί τα ανερχόμενα και πολυάριθμα μεσοστρώματα της Ασίας. Στο τοπίο αυτό, η χώρα μας που πλέον αναζητεί μια θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί ως προς την ποσότητα και την τιμή. Διαθέτει όμως ένα πανίσχυρο όπλο: την ποιότητα των προϊόντων της γης της και κυρίως τη μοναδικότητά τους. Εκεί έγκειται (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η σημασία του ασύρτικου. Για να μπορέσει όμως το ασύρτικο (και το καλό ελληνικό κρασί γενικότερα) να διεισδύσει στις διεθνείς αγορές, δεν αρκεί η απλή προώθησή του. Απαιτείται μια έξυπνη, σταθερή και μεγάλης διάρκειας διεθνής εκστρατεία προώθησης της κάθε ποικιλίας ξεχωριστά. Αυτό με τη σειρά δεν μπορεί παρά να εδράζεται στην συλλογική οργάνωση και δράση των ίδιων των παραγωγών, τομέας στον οποίο πάσχουμε.

Ακούγεται συχνά πως η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα. Αυτό ισχύει σε γενικές γραμμές για τα βιομηχανικά προϊόντα. Ομως, το μεγάλο ατού της χώρας είναι η ταυτότητά της, που συμπυκνώνεται μοναδικά σε προϊόντα όπως το ασύρτικο. Η ταυτότητα, όμως, δεν είναι παρά ένα κέλυφος που πρέπει να γεμίσει με κάποιο αφήγημα. Οπως έκανε η γενιά του ’30 με την τέχνη, επιχειρώντας τη σύνδεση της ελληνικής παράδοσης με τον διεθνή μοντερνισμό, έτσι και εμείς πρέπει να αρθρώσουμε ένα νέο αφήγημα για την ταυτότητά μας. Οταν το κατορθώσουμε, θα ανακαλύψουμε πως λύσαμε ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Πηγή
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_05/08/2012_491441


Ακολουθήστε το atlantea.news στο Google News και ενημερωθείτε για όλες τις ειδήσεις και τα άρθρα που δημοσιεύονται.

Διαβάστε επίσης

Διαφήμιση
Διαφήμιση
Διαφήμιση

Σαντορίνη