Άνθισαν οι νάρθηκες στη Σαντορίνη, ένα χαρακτηριστικό φυτό του νησιού, που υπάρχει και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και είναι γνωστό από τη μυθολογία σαν ο “νάρθηκας του Προμηθέα”.
Στη φυτολογία υπάρχει ένα φυτό που ονομάζεται “νάρθηξ ο κοινός” (λατινικά narthex communis). Το κλαδάκι του, που έχει σωληνοειδή μορφή, σχετικά ελαφρύ, ξυλώδες περίβλημα και το κέντρο του υπάρχει μια μαλακή ουσία που στη φυτολογία αποκαλείται «εντεριώνη». Όταν η εντεριώνη είναι ξερή, διατηρεί τη φωτιά, χωρίς φλόγα, σαν ένα βραδύκαυστο φιτίλι και χωρίς να καίει το εξωτερικό ξυλώδες περίβλημα.
Οι άνθρωποι της υπαίθρου, για αιώνες και χιλιετίες ίσως, στους τόπους όπου ευδοκιμούσε το φυτό νάρθηκας, μετέφεραν φωτιά για τις διάφορες ανάγκες τους, σε μεγάλες αποστάσεις, για μικρές ή μεγαλύτερες χρονικές περιόδους και με αρκετή ασφάλεια, με τη βοήθεια του νάρθηκα.
Σε ένα τέτοιο λοιπόν νάρθηκα ο Προμηθέας έκρυψε τη φωτιά και τη μετέφερε στους ανθρώπους προκαλώντας έτσι τη οργή του Δία που διέταξε να τον αλυσοδέσουν στον Καύκασο, για πάρα πολλά χρόνια όπου κάθε μέρα ερχόταν ένας αετός και του έτρωγε το συκώτι, το οποίο αναγεννιόνταν μέχρι την επομένη. Τέλος στο μαρτύριό του έδωσε ο Ηρακλής που τόξευσε τον αετό και ελευθέρωσε τον Προμηθέα.
Οι άλλοι δύο νάρθηκες, παράγονται από το όνομα του φυτού νάρθηκα.
Ο εκκλησιαστικός νάρθηκας, δημιουργήθηκε από τη χρήση του φυτού στις ιεροτελεστίες του Διονύσου όπου οι πιστοί κρατούσαν τον θύρσο που ήταν κατασκευασμένος από νάρθηκα, από εκεί πέρασε σε κάποιες τελετουργίες της χριστιανικής θρησκείας που ήταν συνυφασμένες με τον συγκεκριμένο χώρο του ναού και συνεκδοχικά ονομάστηκε έτσι ο ίδιος ο χώρος.
Ο ιατρικός όρος νάρθηκας, δημιουργήθηκε επειδή, από την αρχαιότητα, οι άνθρωποι περιέδεναν και ακινητοποιούσαν σπασμένα ανθρώπινα μέλη, μετά την ανάταξή τους, με τη βοήθεια παράλληλων στελεχών νάρθηκα (και επιδέσμων) επειδή ήταν ελαφρύς και εύκαμπτος. Έτσι συνεκδοχικά από το υλικό κατασκευής, πήρε το όνομά της ολόκληρη η κατασκευή, δηλ. ο (ιατρικός) νάρθηκας.
Πηγή: Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική, Εκδόσεις Κάκτος