Στην δεύτερη θέση των περιβαλλοντικών κινδύνων για την υγεία κατέταξε την ηχορύπανση πρόσφατη έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Σύμφωνα με αυτήν, η έκθεση στον θόρυβο είναι μια ύπουλη διαδικασία, της οποίας οι άμεσες και μακροπρόθεσμες συνέπειες δεν είναι ούτε ορατές, ούτε αναγνωρίσιμες, αλλά ωστόσο υποσκάπτουν συστηματικά την υγεία και διογκώνουν τα μη υγιή προσδόκιμα χρόνια ζωής των πολιτών της Ευρώπης. Η διαρκής και μακροχρόνια έκθεση των ανθρώπων σε θορυβώδη περιβάλλοντα προκαλεί σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα, πρόσκαιρες ή παραμένουσες βλάβες της ακοής, ενοχλήσεις (ναυτία, ζάλη, πονοκεφάλους), διαταραχές ύπνου και μαθησιακές δυσλειτουργίες. Η έκθεση στον θόρυβο μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε καρκίνο.
Κατά τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ, στη Δυτική Ευρώπη χάνονται κάθε χρόνο συνολικά 1.000.000 υγιή έτη προσδόκιμης ζωής από κυκλοφοριακούς θορύβους.
Ο θόρυβος από τα μέσα μεταφοράς αποτελεί διεθνώς την πλέον ενοχλητική πηγή θορύβου για τον αστικό πληθυσμό.
Η Ελλάδα έχει 5 πόλεις στη λίστα με τις πιο θορυβώδεις πόλεις της Ευρώπης: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο και Λαμία. Στην Αθήνα, το 60% του πληθυσμού εκτίθεται ημερησίως κατά μέσο όρο σε ήχους άνω των 75 dB (που είναι το όριο της “θορυβώδους κατάστασης”). Το δε καλοκαίρι, η ηχορύπανση εξαπλώνεται σε όλες τις τουριστικές περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες οι πιο “ενοχλητικοί” δρόμοι στην Αθήνα είναι η Χαριλάου Τρικούπη και οι λεωφόροι Βουλιαγμένης, Αλεξάνδρας, Κατεχάκη, Βασιλίσσης Σοφίας, Αθηνών, Μεσογείων, Πατησίων, Αχαρνών, Κηφισού και Κωνσταντινουπόλεως.
Όπως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA) που εκπροσωπεί τους 16 μεγάλους κατασκευαστές αυτοκινήτων, φορτηγών και λεωφορείων στην Ευρώπη, το 2019 ο θόρυβος από επιβατικά αυτοκίνητα ήταν κατά 90% μειωμένος σε σχέση με το 1970. Αυτή η εντυπωσιακή πρόοδος αποτελεί απόδειξη της δέσμευσης που έκανε η βιομηχανία στην παραγωγή πιο αθόρυβων οχημάτων.
Η αντιμετώπιση του θορύβου του οχήματος είναι περίπλοκη, καθώς ο ήχος που παράγεται από ένα όχημα προέρχεται από πολλά στοιχεία του οχήματος και την αλληλεπίδραση των αντικειμένων με τον δρόμο και τον αέρα. Ο υπολογισμός και η εφαρμογή μειώσεων είναι επίσης μια πρόκληση λόγω του γεγονότος ότι τα επίπεδα ήχου παρουσιάζονται λογαριθμικά. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση 3 dB (A) είναι στην πραγματικότητα μείωση 50%.
Οι βιομηχανικές προσπάθειες έχουν μειώσει τον θόρυβο που παράγεται από το μέσο επιβατικό αυτοκίνητο από 82 dB (A) σε λιγότερο από 74 dB (A) τώρα. Η νέα νομοθεσία είναι πιθανό να μειώσει ακόμη περισσότερο το ποσοστό αυτό, κάνοντας τη συνολική μείωση του θορύβου των οχημάτων σχεδόν 99%. Για την επίτευξη αυτής της μείωσης θα απαιτηθούν εργασίες από κατασκευαστές ελαστικών, παρόχους υποδομής και φορείς εκμετάλλευσης οχημάτων.
Στον αντίποδα, έχουν προβληθεί ανησυχίες ότι το να καθιστούν τα οχήματα ιδιαίτερα αθόρυβα, όπως είναι τα αμιγώς ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια, καθώς οι πεζοί μπορεί να μην μπορούν να ακούσουν ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ