Με το Νόμπελ Οικονομίας 2024 τιμήθηκαν σήμερα τρεις ακαδημαϊκοί για την εργασία τους που διερευνά τα επακόλουθα της αποικιοκρατίας προκειμένου να κατανοηθεί γιατί επιμένει η παγκόσμια ανισότητα, ιδιαίτερα σε χώρες που τυραννιούνται από διαφθορά και δικτατορίες. Οι Βρετανοαμερικανοί Σάιμον Τζόνσον και ο Τζέιμς Α. Ρόμπινσον και ο Τουρκοαμερικανός Ντάρον Ατζέμογλου βραβεύθηκαν για την εργασία τους σχετικά με το “πώς οι θεσμοί διαμορφώνονται και επηρεάζουν την ευημερία”, ανέφερε η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών.
“Η μείωση των τεράστιων διαφορών εισοδήματος μεταξύ των χωρών είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας”, δήλωσε ο Τζέικομπ Σβένσον, πρόεδρος της Επιτροπής για το Νόμπελ στις Οικονομικές Επιστήμες. “Οι βραβευθέντες έχουν προσδιορίσει τις ιστορικές ρίζες του αδύναμου θεσμικού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζει πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος σήμερα”, αναφέρθηκε σε συνέντευξη Τύπου. “Κοινωνίες με αδύναμο κράτος δικαίου και θεσμούς που εκμεταλλεύονται τον πληθυσμό δεν δημιουργούν ανάπτυξη ούτε αλλαγή προς το καλύτερο”, προσθέτει στον ιστότοπό της η επιτροπή απονομής του βραβείου.
Η ανακοίνωση του βραβείου έρχεται μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, σύμφωνα με την οποία οι 26 πιο φτωχές χώρες στον κόσμο (όπου ζει το 40% των ανθρώπων που έχουν πληγεί πιο πολύ από τη φτώχεια) είναι πιο χρεωμένες από οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο από το 2006, υπογραμμίζοντας μια μεγάλη αναστροφή στη μάχη κατά της φτώχειας.
Το περίβλεπτο βραβείο, που είναι επίσημα γνωστό ως Βραβείο Sveriges Riksbank στις Οικονομικές Επιστήμες, στη Μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, είναι το τελευταίο βραβείο Νόμπελ που δίνεται φέτος και συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 11 εκατομμυρίων κορωνών Σουηδίας (1,1 εκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ).
Το Νόμπελ Οικονομίας δεν ήταν ένα από τα αρχικά βραβεία που προβλέπονταν για την επιστήμη, τη λογοτεχνία και την ειρήνη, θεσπίστηκαν με τη διαθήκη του εφευρέτη του δυναμίτη και επιχειρηματία Άλφρεντ Νόμπελ και απονεμήθηκαν για πρώτη φορά το 1901, αλλά προστέθηκε αργότερα και χρηματοδοτήθηκε από την κεντρική τράπεζα της Σουηδίας το 1968.
Ο Ατζέμογλου δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου πως, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξαν φιλοδημοκρατικές ομάδες, δημόσιοι θεσμοί και το κράτος δικαίου σε πολλά μέρη του κόσμου αρχίζουν να εξασθενούν. “Πιστεύω πως είναι μια εποχή που οι δημοκρατίες διέρχονται από ένα τραχύ μονοπάτι”, είπε ο Ατζέμογλου. “Και είναι με μία έννοια αρκετά κρίσιμο να ανακτήσουν την υπεροχή της καλύτερης διακυβέρνησης, της καθαρότερης διακυβέρνησης και να παραδώσουν κάπως την υπόσχεση της δημοκρατίας σε ένα μεγάλο εύρος ανθρώπων”.
Ο Ατζέμογλου, 57 ετών, είναι ειδικός στην πολιτική οικονομία, στη μεγέθυνση και στον ρόλο των θεσμών στις αναπτυξιακές πολιτικές, κυρίως στην καινοτομία και στις ανισότητες. Κάτοχος διδακτορικού στην οικονομία από το London School of Economics (LSE) το οποίο απέκτησε το 1992, διδάσκει από το 1993 στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) στη Βοστώνη, στις ανατολικές ΗΠΑ, όπου εργάζεται επίσης και ο Σάιμον Τζόνσον, 61 ετών.
Ο Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, 54 ετών, είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Το 2012, συνέγραψε με τον Ατζέμογλου το βιβλίο “Why Nations Fail: The Origins of Power, Prosperity, and Poverty” (ελλ. τίτλος: “Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη – Οι καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας”, εκδ. Λιβάνη, 2013). Στο βιβλίο επιμένουν στην ανάγκη ενός συμπεριληπτικού πολιτικού και οικονομικού πλαίσιο και στον απαραίτητο όπως εκτιμούν ρόλο των οικονομικών θεσμών προκειμένου να διασφαλιστεί η ανάπτυξη μακροπρόθεσμα.
Ο Ατζέμογλου και ο Τζόνσον συνεργάστηκαν πρόσφατα σε ένα βιβλίο (“Power and Progress: Our Thousand-Year Struggle Over Technology and Prosperity) που επισκοπεί την εξέλιξη της τεχνολογίας διαμέσου των αιώνων που καταδεικνύει πώς ορισμένες τεχνολογικές πρόοδοι ήταν καλύτερες στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την επέκταση του πλούτου από άλλες.
Η έρευνα των βραβευθέντων δείχνει πως η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία είχε δραματικές, αλλά αποκλίνουσες συνέπειες σε όλο τον κόσμο, ανάλογα με το αν η αποικιοκρατική δύναμη εστίαζε στην εξαγωγή πλουτοπαραγωγικών πόρων ή στη δημιουργία μακροπρόθεσμων θεσμών προς όφελος των Ευρωπαίων μεταναστών.
Αυτό είχε αποτέλεσμα την “αντιστροφή της μοίρας” όπου οι πρώην αποικίες που ήταν πλούσιες κάποτε γίνονται φτωχές, ενώ μερικές φτωχότερες χώρες –όπου δημιουργούνταν συχνά θεσμοί– κατάφεραν εντέλει να έχουν κάποια γενικεμένη ευημερία μέσα από αυτούς.
Ένα άλλο εύρημα ήταν το πόσο “επικίνδυνο” ήταν να αποικίζεται μια περιοχή: το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των αποίκων, το χαμηλότερο σημερινό κατά κεφαλήν προϊόν, που αποτελεί μέτρο της ευημερίας.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ