Επιστολή προς τον Πρωθυπουργό και προς τους Υπουργούς Περιβάλλοντος, Πολιτισμού και Ανάπτυξης έστειλε ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Κυκλάδων, Γιάννης Ρούσσος, σχετικά με το νέο νομοσχέδιο για τη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία. Στην επιστολή προτείνονται τροποποιήσεις προς επίλυση του θέματος της γραφειοκρατίας με τη λειτουργία διευρυμένου Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής και προς αποτροπή της απαξίωσης περιουσιών και της ενδεχόμενης εμπλοκής του Ελληνικού Δημοσίου σε ένδικες διεκδικήσεις.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής:
“Εν μέσω αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης για την δημόσια υγεία και την οικονομία, έχοντας να αντιμετωπίσουμε και να διαχειριστούμε πληθώρα θεμάτων που σχετίζονται με την προστασία της υγείας, την επιχειρηματικότητα και την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε όλη τη χώρα και στην περίπτωσή μας στο νομό Κυκλάδων, με ιδιαίτερη ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι η κυβέρνηση συνεχίζει αδιάλειπτα να παράγει έργο και σε άλλους τομείς που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την επιχειρηματικότητα και την οικονομική ζωή, όπως είναι το πολύ σοβαρό θέμα της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας. Λόγω της σοβαρότητας του θέματος αλλά και εκ του γεγονότος ότι αφορά τρία Υπουργεία, η παρούσα επιστολή μας απευθύνεται και στον κύριο Πρωθυπουργό. Όμως, σε μια περίοδο που η ανάκαμψη είναι από τα κύρια ζητούμενα, δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε το γεγονός ότι βασικά σημεία του σχεδίου Νόμου, αποτελούν εμπόδιο –εκτός των άλλων- σε επενδύσεις και επιχειρηματικά σχέδια, επιδεινώνοντας αντί να επιλύουν, χρόνια προβλήματα.
Προφανώς, κοινό ζητούμενο όλων των πλευρών που αφορά η Χωροταξική και Πολεοδομική Νομοθεσία, είναι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των κτιρίων και των πόλεων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας. Παράλληλα, για να προστατευθούν όλα αυτά τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς που συνθέτουν τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των οικιστικών συνόλων όπου ανήκουν, η Νομοθεσία θα πρέπει πρωτίστως να εξασφαλίζει ποιότητα, αμεσότητα και ταχύτητα στις διαδικασίες. Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου δεν απλοποιούν και δεν επιταχύνουν την διαδικασία έκδοσης οικοδομικών αδειών. Υπενθυμίζουμε ενδεικτικά ότι σημαντικό μέρος του νεοκλασικού αρχιτεκτονικού κεφαλαίου της Ερμούπολης – όπως και άλλων περιοχών της χώρας με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον – βρίσκεται υπό κατάρρευση, αφού οι αδικαιολόγητα χρονοβόρες διαδικασίες έχουν αποθαρρύνει τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουν να αποθαρρύνουν κάθε ενδιαφερόμενο αγοραστή ή επενδυτή. Το σχέδιο νόμου, κατά την άποψη των ειδικών αλλά και την δική μας, κινείται ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση από τη ζητούμενη, εντείνοντας το ήδη υπαρκτό πρόβλημα και οδηγώντας τον αρχιτεκτονικό μας πλούτο προς την καταστροφή, αφού μεγάλο μέρος του βρίσκεται σε οριακό σημείο.
Πιστεύουμε ότι είναι αποδεκτό από όλες τις πλευρές, ότι το κεφάλαιο αυτό θα διασωθεί τελικά, μόνο μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις επενδύσεις και αυτό θα συμβεί μόνο εάν η Χωροταξική και Πολεοδομική Νομοθεσία εκσυγχρονισθεί. Ενώ βρισκόμαστε σε μια πραγματικά δύσκολη περίοδο κατά την οποία χρησιμοποιούμε όρους όπως ανασυγκρότηση, αναθεώρηση, επανεκκίνηση, μεταρρύθμιση και ενώ πράγματι τα Υπουργεία κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση – όπως το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων με το νομοσχέδιο για την απλοποίηση της αδειοδότησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων – ωστόσο, συγκεκριμένες διατάξεις του σχεδίου νόμου ακολουθούν μια διαφορετική κατεύθυνση, που αποκλίνει των απαιτήσεων, των προκλήσεων και των αναγκών της εποχής.
Για να αλλάξουν αυτά τα δεδομένα, οι διατάξεις που θα προωθεί το σχέδιο νόμου θα πρέπει να απλοποιούν και να επιταχύνουν την διαδικασία έκδοσης οικοδομικών αδειών, με ενίσχυση του ρόλου των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής και εκσυγχρονισμό των διαδικασιών αδειοδότησης, στο πνεύμα του νόμου 4030/2011 (άρθρο 22) που προέβλεπε τα διευρυμένα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής με ρόλο διευρυμένου γνωμοδοτικού οργάνου μιας στάσης, με συμμετοχή και εκπροσώπων από το ΥΠ.ΠΟ.Α.
Η πρόταση μας είναι:
Α. Να αφαιρεθούν στο σύνολο τους οι εμβόλιμες προσθήκες στο άρθρο 32 παρ. 2 και στο
άρθρο 46 του Σχεδίου Νόμου του ΥΠΕΝ ως αναφέρθηκε ήδη.
Β. Το άρθρο 46 του Σχ. Νόμου να τροποποιηθεί ως κάτωθι:
Αντικαθίστανται τα πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4495/2017 (Α’ 167) και διαμορφώνονται ως εξής:
“1. Με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, που εκδίδεται μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, συγκροτείται ένα Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (Σ.Α.) ή και περισσότερα, εάν υπάρχει σχετική ανάγκη, σε κάθε περιφερειακή ενότητα. Κατ’ εξαίρεση στις Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου και Ιονίων Νήσων δύναται κατόπιν πρότασης του Γενικού Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος να μην συγκροτείται Σ.Α. σε κάθε περιφερειακή ενότητα, αλλά να συγκροτούνται με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, Σ.Α. με αρμοδιότητα σε περισσότερες της μίας περιφερειακές ενότητες. Στην περίπτωση κηρυγμένων και οριοθετημένων χώρων και τόπων ή για διατηρητέα μνημεία και τον περιβάλλοντα χώρο αυτών σύμφωνα με το Ν.3028/2002, η σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής αντικαθιστά τη γνώμη του Συμβουλίου που προβλέπει ο Ν.3028/2002 και επέχει θέση έγκρισης εν αναφορά προς τις διατάξεις του ίδιου νόμου.
Το Σ.Α. είναι αρμόδιο για την παροχή σύμφωνης γνώμης επί των αρχιτεκτονικών μελετών
στις εξής περιπτώσεις: …”
Γ. Οι περιπτώσεις α, ε & ιβ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.4495/2017 (Α’ 167) να παραμείνουν ως έχουν.
Δ. Τροποποιείται το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 4495/2017, που αφορά στη σύνθεση των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, με την προσθήκη, μετά την περίπτωση δ, νέας περίπτωσης ε, ως εξής:
«1. Τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής είναι επταμελή και αποτελούνται από:
α) Έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, υπάλληλο του τμήματος Παρατηρητηρίου Δομημένου Περιβάλλοντος, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του. Αν δεν υπάρχει υπάλληλος με τέτοια ιδιότητα, ως Πρόεδρος του Σ.Α. μπορεί να οριστεί υπάλληλος της περιφερειακής ενότητας ή άλλου φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που έχει ειδικότητα αρχιτέκτονα.
β) Έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό της οικείας Υπηρεσίας Δόμησης (ΥΔΟΜ), με τον αναπληρωτή του. Αν δεν υπάρχει υπάλληλος με τέτοια ιδιότητα, μπορεί να οριστεί υπάλληλος δήμου της οικείας περιφερειακής ενότητας ή άλλου φορέα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που έχει ειδικότητα αρχιτέκτονα.
γ) Έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, που υποδεικνύεται, με τον αναπληρωτή του, από τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών – Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων (Σ.Α.Δ.Α.Σ.-Π.Ε.Α.), ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9.
δ) Δύο (2) αρχιτέκτονες μηχανικούς, που υποδεικνύονται από το Τ.Ε.Ε. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 9.
ε) Στην περίπτωση κηρυγμένων και οριοθετημένων χώρων και τόπων ή για διατηρητέα μνημεία και τον περιβάλλοντα χώρο αυτών σύμφωνα με το Ν.3028/2002, δύο (2) αρχιτέκτονες μηχανικούς, που υποδεικνύονται από το ΥΠΠΟΑ με τους αναπληρωτές τους”.
Ε. Οι δημόσιες αρχές που εμπλέκονται στις διαδικασίες αδειοδοτήσεων και δίνουν τις προαπαιτούμενες για την έκδοση της άδειας εγκρίσεις, όπως η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η Δασική Υπηρεσία, η Πυροσβεστική, τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής, να το κάνουν ηλεκτρονικά μέσα από το σύστημα e-adeies και σε καθορισμένο χρονικό διάστημα.
ΣΤ. Να αφαιρεθούν ή να τροποποιηθούν οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28. Οι προτεινόμενες διατάξεις για την εκτός σχεδίου δόμηση, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στα νησιά του Αιγαίου και ιδιαίτερα στα μικρής έκτασης καθώς σπανίως συναντώνται γήπεδα που πληρούν τις προϋποθέσεις των προτεινόμενων διατάξεων. Η ασυνέχεια της νομοθεσίας μπορεί να δημιουργήσει αφετηρία πολλών ένδικων διεκδικήσεων, καθώς ιδιοκτήτες οι οποίοι επένδυσαν χρήματα υπό ένα ορισμένο νομικό καθεστώς, εάν δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να οικοδομήσουν εντός του διαστήματος προσαρμογής, είναι αναγκασμένοι είτε να σπεύσουν προς πώληση της ιδιοκτησίας τους σε χαμηλή τιμή, είτε – στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή ή πώλησή της – να έρθουν αντιμέτωποι με την απαξίωσή της και στην περίπτωση αυτή να ασκήσουν κάθε νόμιμο δικαίωμά τους.
Προτείνουμε αυτές τις τροποποιήσεις, πιστεύοντας ότι α) θα επιλύσουν σε μεγάλο βαθμό το μέγιστο θέμα της γραφειοκρατίας με τη λειτουργία του διευρυμένου Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής, ως γνωμοδοτικού οργάνου μιας στάσης, το οποίο θα διασφαλίζει αποτελεσματικά τον έλεγχο των κατασκευών σε συνάφεια με τον χαρακτήρα των περιοχών και θα διαφυλάξει με τον καλύτερο τρόπο την πολιτιστική μας κληρονομιά και β) θα αποτρέψουν την απαξίωση περιουσιών χιλιάδων ιδιοκτητών και την ενδεχόμενη εμπλοκή του Ελληνικού Δημοσίου σε χιλιάδες ένδικες διεκδικήσεις.”