Του Ανδρέα Βλάχου*
Αν η Σαντορίνη είναι η τουριστική βιτρίνα της χώρας μας, τότε η ευθεία Φηρών – Πύργου είναι η βιτρίνα της Σαντορίνης. Με όλη την ομορφιά, τις αντιθέσεις, την αμηχανία και τις παθογένειές της. Και με ένα μεγάλο ερωτηματικό για το μέλλον.
Στα τρία του χιλιόμετρα ο δρόμος άλλοτε συναντά το χείλος της καλντέρας με την συγκλονιστική θέα, παλιά ορυχεία θηραϊκής γης κι αμπέλια και άλλοτε ξενοδοχεία, γραφεία, σούπερ μάρκετ, καταστήματα, τράπεζες, καφέ.
Περίπου στα μισά του δρόμου, μερικές δεκάδες μέτρα από το γκρεμό, βρίσκεται ένας από τους τελευταίους χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ας το κρατήσουμε αυτό για την οικονομία της συζήτησης.
Πουθενά αλλού στο νησί δεν γίνονται πιο αισθητά στοιχεία όπως ο αστικός μετασχηματισμός του τόπου, οι ευκαιρίες και τα προβλήματα που φέρνει η αλλαγή, η έλλειψη συνολικού σχεδίου για το μέλλον και η επείγουσα ανάγκη για λύσεις.
Στα επτά χρόνια που δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά εκεί, παρατηρώ. Από τη μία πλευρά, τη συνεχή οικοδόμηση και τη μετατροπή του δρόμου στην κεντρική εμπορική αρτηρία της Σαντορίνης. Από την άλλη πλευρά, την ολοένα εντεινόμενη διεκδίκηση του δρόμου από πεζούς και αθλούμενους, σαν μια εκ των πραγμάτων απόπειρα των ανθρώπων που κατοικούν στους οικισμούς της περιοχής να επεκτείνουν τον ζωτικό τους χώρο.
Και αυτό έχει εξήγηση. Η Σαντορίνη στενάζει εδώ και χρόνια λόγω της αυξανόμενης δέσμευσης των κοινοτικών χώρων από εμπορικές δραστηριότητες και σταθμευμένα οχήματα. Κατά τις περιόδους της κανονικότητας, οπουδήποτε υπάρχει ακόμα ανοιχτό πεδίο στον ιστό των οικισμών μας, είτε αυτό κατακλύζεται από κόσμο και κίνηση, είτε τελματώνεται σε ανεξήγητη εγκατάλειψη που ενδεχομένως προοιωνίζει “αξιοποίηση” δια της απαξίωσης.
Κι αν στους παραθαλάσσιους οικισμούς υπάρχουν οι παραλιακοί δρόμοι που μολονότι θέλουν πολλή δουλειά, εν τούτοις εξυπηρετούν την ανάγκη, κοντά στην πρωτεύουσα δεν είναι έτσι.
Άρα, για πολλούς η ευθεία είναι μια διέξοδος σωματική και ψυχική. Κι όχι μόνο. Στους μήνες της καραντίνας η δραστηριότητα εκεί έλαβε ακόμα και κοινωνική διάσταση. Συνάμα είναι ένας τρόπος δυναμικής σύνδεσης των ανθρώπων με το θηραϊκό τοπίο που μέρα με τη μέρα κρύβεται κάτω από τη δόμηση, ενώ ακόμα κι όπου αυτό εξακολουθεί να υπάρχει, μετατρέπεται σε ακριβό “προϊόν”.
Είναι όμως ένας άνετος δρόμος για βόλτα;
Κάθε άλλο. Η κίνηση των οχημάτων δίπλα είναι πυκνή, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες που εμπλουτίζεται επιπλέον από τουριστικά λεωφορεία, ενοικιαζόμενα όλων των ειδών, ακόμα και από ζώα εργασίας. Το μόνο από τα δύο πεζοδρόμια που περπατιέται είναι στενό και διακόπτεται κάθε λίγο από ελαιόδεντρα, εισόδους επιχειρήσεων και χώρους στάθμευσης ξενοδοχείων. Σε πείσμα όλων αυτών, κάποτε ήταν κυρίως οι επισκέπτες των λίγων ημερών που έκαναν εδώ το πρωινό τους τρέξιμο ή πήγαιναν περπατώντας στα Φηρά. Τώρα πια βλέπεις κατοίκους. Ζευγάρια, μικρές παρέες, μητέρες με μωρά στα καρότσια, αθλούμενους αλλά και περιπατητές – μόνους τους ή να συνοδεύουν κάποιον σκύλο. Εκτιμώ ότι εδώ αθόρυβα διαμορφώθηκε μια τάση που δε θα δούμε να φθίνει ακόμα και μετά την πανδημία.
Πιστεύω πως δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε οποιονδήποτε άλλο τόσο σπουδαίο τουριστικό προορισμό παράλληλα με την άσφαλτο θα έτρεχε ήδη κάποιο jogging ή fitness trail, δηλαδή ένα μονοπάτι για περπάτημα ή άθληση μαζί με έναν ποδηλατόδρομο. Θα ήταν μάλλον σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς με κάποιο ανεπίσημο όνομα (π.χ. caldera trail) και πιθανότατα θα αποτελούσε μια ακόμα ξεχωριστή υπαίθρια δραστηριότητα δημοφιλή στους επισκέπτες μας. Ιδιαίτερα αυτών από τις μεγάλες πόλεις χωρών της Ευρώπης και του αγγλόφωνου κόσμου όπου υπάρχει εμπεδωμένη η σχετική κουλτούρα – παραδοσιακές τουριστικές “αγορές” στις οποίες η Σαντορίνη χάνει διαρκώς έδαφος. Ο πεζόδρομος θα είχε ως φυσική συνέχεια το παραδοσιακό ριμίδι που φτάνει από την πρωτεύουσα του νησιού ως την Απάνω Μεριά και ίσως θα διασυνδεόταν με τα υπόλοιπα μονοπάτια που διατρέχουν την Σαντορίνη. Όλα αυτά (και φυσικά πολλά άλλα) θα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν για εμάς το βιωματικό τουρισμό, μια αγορά που δείχνει να αποτελεί μια ισχυρή αναδυόμενη διεθνή τάση, ειδικά μετά την έξοδο στα αχαρτογράφητα νερά του διεθνούς τουρισμού στη δύση του covid. Και που είναι σε απόλυτη αντιδιαστολή με τον μέχρι πρότινος τουρισμό της μιάμισης διανυκτέρευσης και της κατανάλωσης εικόνων χωρίς θετικό πρόσημο για τον προορισμό και την οικονομία του.
Ωστόσο – και τούτο είναι ακόμα πιο σημαντικό – ένας προσεγμένος δρόμος για τους πεζούς θα ήταν ένα μεγάλο βήμα στον αστικό σχεδιασμό που διστάζουμε να δούμε με θάρρος ότι χρειαζόμαστε. Εκτιμώ ότι ακόμα και τώρα προλαβαίνουμε να διασώσουμε τις διαδρομές και τον δημόσιο χώρο που θα έχουν μεγάλη ανάγκη οι επόμενες γενιές για να μην αναγκαστούν από την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους να οδηγηθούν μακριά από τον τόπο τους, όπως έκαναν κάποτε οι παππούδες μας εξαιτίας της φτώχειας, των σεισμών και του ηφαιστείου.
Πρέπει να το κάνουμε, όχι μόνο για τους τουρίστες μας αλλά κυρίως για εμάς. Πιστεύω ότι χρειάζεται να δημιουργήσουμε χώρους αναψυχής, μια δική μας εκδοχή αστικού πάρκου. Και περίμενα να ξεκινήσουμε από τη χωματερή μας που θα κλείσει οριστικά τον Αύγουστο, θα απαλλοτριωθεί και μετά θα πρέπει να αποκατασταθεί.
Αντί αυτού, μαθαίνουμε ότι προτείνεται να μεταφέρουμε για μερικά χρόνια τα σκουπίδια μας ακριβώς δίπλα της, σε ένα αμπέλι. Σήμερα, αυτό το αμπέλι χωρίζεται από το δρόμο για τον οποίο γράφτηκε τούτο το κείμενο με μία ξερολιθιά.
Στο νησί μας γενικά μετατρέπουμε τις παραδοσιακές ξερολιθιές σε τσιμεντολιθιές.
Υποθέτω ότι ένας τέτοιος τοίχος θα σηκωθεί για να προστατεύσει τον δρόμο από τη θέα των μηχανημάτων και τα ιπτάμενα -ελέω γαρμπή- σκουπίδια. Εκτός αν θέλουμε να βλέπουμε από κοντά, εμείς και οι επισκέπτες μας, πώς είναι μια χωματερή εν λειτουργία, οπότε πάω πάσο.
Δεν ξέρω τι, η απευθείας επαφή με τον σκουπιδότοπο ή ένας τοίχος κάθετα στον ορίζοντα είναι αισθητικά η μεγαλύτερη προσβολή.
Δεν ξέρω επίσης αν υπάρχει εύκολη λύση σε όλο αυτό. Όμως αυτή σίγουρα δεν είναι μια καλή (ακόμα και προσωρινή) λύση.
Άντε μετά να μιλήσουμε σοβαρά για πεζοδρόμια, πάρκα, δημόσιο χώρο, κοινοτική ζωή. Με ποιόν;
Κι όμως. Ήρθε η ώρα να ανοίξουν όλοι τα χαρτιά τους. Αν υπάρχει κάποιο σχέδιο για τα σκουπίδια και γενικά το μέλλον αυτού του νησιού, πρέπει οι πολίτες να το μάθουμε από τώρα. Αν πρέπει να αποφασίσουμε εμείς -λόγου χάρη με ένα δημοψήφισμα- ας μας δοθεί ο λόγος. Αν όμως το επιδιωκόμενο είναι να σπρώξουμε τον καιρό μέχρι τις επόμενες εκλογές και να πετάξουμε την καυτή πατάτα στους επόμενους, τότε ας φροντίσουμε οι επόμενοι να αντέχουν να την κρατήσουν.
Για τον Θεό όμως, ακόμα και αν ο καθημερινός περίπατος μερικών ανθρώπων δεν ενδιαφέρει κάποιους από εμάς, τουλάχιστον ας το δούμε αλλιώς:
Όχι σκουπίδια στη βιτρίνα.
* Ο Ανδρέας Βλάχος ζει με την οικογένειά του και εργάζεται ως Ουρολόγος στη Σαντορίνη. Επικοινωνεί γράφοντας για αυτά που γνωρίζει, για αυτά που αγαπά και για αυτά που ζητούν την προσοχή μας.
Όλες οι δημοσιεύσεις του Atlantea με άρθρα του Ανδρέα Βλάχου είναι διαθέσιμες εδώ.