Γράφει ο Σαμψών Κατσίπης*
Καμμύτση λέμε το πουλί Caprimulgus europaeus (αιγοθήλης ο ευρωπαϊκός). Είναι νυχτόβιο πουλί και ενώ την νύχτα τα μάτια του είναι μεγάλα και στρογγυλά, την ημέρα μετατρέπονται σε γραμμοειδείς σχισμές. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή έχει μισόκλειστα μάτια, τον λέμε καμμύτση. Γενικά στην Σαντορίνη καμμύτσης είναι αυτός που έχει μισόκλειστα μάτια, αυτός που νυστάζει, αλλά και ο μύωπας που για να δει καλύτερα κλείνει λίγο τα βλέφαρά του.
Αρχίζει να κυνηγά κατά το σούρουπο και μέχρι την αυγή. Τον συναντούμε κοντά στις μάντρες των ζώων και εξαιτίας αυτού πιστεύουν ότι πάει και βυζαίνει τις κατσίκες. Γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες τον ονόμαζαν “αιγοθήλη”. Αυτό ακριβώς σημαίνει και η λατινική ονομασία του γένους Caprimulgus (caper-mulgeo). Η αλήθεια όμως είναι ότι τα πουλιά πλησιάζουν τις μάντρες, όχι για να βυζάξουν τα ζώα, αλλά γιατί εκεί υπάρχουν πολλά έντομα που είναι η τροφή τους. Στην Σαντορίνη τον λέμε ακόμη “γιδοβιζά”, “βυζογαλά”, “βυζί”…
Το άνοιγμα του στόματός του είναι αρκετά μεγάλο και πολύ δυσανάλογο σε σχέση με το ράμφος του και γι’ αυτόν τον λόγο τον λέμε και χασκά. Πιστεύουν ότι κυνηγά τα έντομα με το στόμα ανοικτό. Αυτό όμως είναι λάθος. Απλώς το μεγάλο στόμα του τον βοηθά να συλλαμβάνει τα έντομα, όπως πετά, με μεγάλη ευκολία.
Μπορεί και αλλάζει κατεύθυνση με μεγάλη ευκολία και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο για τους κυνηγούς να τον τουφεκίσουν. Είναι γνωστή η ιστορία ενός κυνηγού που προσπαθούσε να τουφεκίσει έναν καμμύτση, που τον είχε δει έξω από μάντρες στον Πύργο. Ο καμμύτσης όμως συνέχεια του ξέφευγε μέχρι που έφτασε τον κυνηγό στα γκρεμνά της καλντέρας λίγο πιο κάτω από τον Άγιο Αντρέα. Τότε ο καμμύτσης ξέφυγε και πέταξε προς τη Θηρασιά. Και ο κυνηγός είπε με ανακούφιση: Δε σ’ έπιασα αλλά τουλάχιστο σε ξόρνιασα (έδιωξα) από τη Σαντορίνη.
Τους συναντούσα συχνά έξω από τις μάντρες κατά το σούρουπο. Τώρα έχω αρκετά χρόνια να τους δω. Αδειάζει σιγά σιγά η φύση.
* Ο Σαμψών Κατσίπης είναι φυσιοδίφης