Του Ανδρέα Βλάχου*
Φάλτσος χρησμός, που λέει και το τραγούδι
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Βάττος δεν έφυγε από τη Θήρα για την Αφρική με θεία εντολή (αυτό υποστήριζαν οι απόγονοι των αρχικών αποίκων) αλλά με βασιλική (αυτή είναι η εκδοχή που ανέφεραν οι Θηραίοι). Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, κάποια στιγμή, ίσως περί το 646 π.Χ., ο βασιλιάς του νησιού Γρίννος, γιος του Αισανία και απόγονος του Θήρα, αναχώρησε από το νησί με αντιπροσωπεία για να συμβουλευτεί (ποιον άλλον;) τον Απόλλωνα στους Δελφούς για διάφορα θεματα του τόπου. Κάτι σαν συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου εκτός έδρας, δηλαδή, με ατζέντα και απ’ όλα. Φτάνοντας στο μαντείο πρόσφεραν το κατιτίς τους στον Θεό (μια εκατόμβη, ήτοι εκατό βόδια) και περίμεναν το χρησμό. Η Πυθία, όπως και στην πρώτη εκδοχή, τους μετέφερε την εντολή του Απόλλωνα για να αποικίσουν τη Λιβύη. Ο Γρίννος γύρισε στη συνοδεία του, ανάμεσα βρισκόταν και ο Βάττος.
“Ρε παιδιά τι λέει αυτή;” ψιθύρισε. “Άκουσα καλά;”
“Γρίννε, ο Φοίβος μίλησε”, το βιολί της η μάντισσα. “Η απάντηση σε όλα όσα ρώτησες είναι να χτίσεις αποικία στη Λιβύη”.
Μέσα από τον Γρίννο μίλησε το γονίδιο του προ – προ – και βάλε -προπάππου του, Θήρα:
“Μπορεί εγώ να είμαι γέρος και να έχω βαρύνει, αλλά η νέα γενιά (και εδώ έδειξε τον ανυποψίαστο Βάττο) έχει γνώση και θέληση. Μας περιμένει ένα δύσβατο μονοπάτι αλλά είμαστε πανέτοιμοι και θα τα καταφέρουμε!” Δηλαδή, όπως λέμε στο σήμερα “να μαζευτούμε να πάτε”.
Λέγοντας αυτά, ο βασιλιάς πήρε την αντιπροσωπεία κι έφυγε για τη Θήρα. Και για εφτά χρόνια δεν έγινε απολύτως τίποτα σχετικά με την υπόσχεση που δόθηκε στο Θεό. Ε, στο κάτω κάτω συμβαίνουν αυτά στην πολιτική. Για να μην είμαστε άδικοι όμως, τι μπορούσαν να πράξουν κιόλας ο Γρίννος και οι Θηραίοι; Κανείς τους δεν είχε ιδέα κατά πού έπεφτε η Λιβύη, πώς να έστελναν πλοία και ανθρώπους στο άγνωστο;
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι μετά από τον χρησμό ακολούθησε φοβερή λειψυδρία. Οι σοδειές μίκρυναν απελπιστικά και όλα τα δέντρα στο νησί ξεράθηκαν. Όλα, εκτός από ένα, λέει ο Ηρόδοτος. Με κάτι τέτοια φαίνεται σταματήσαμε εδώ πέρα να φυτεύουμε δέντρα και φυτεύουμε μόνο οικοδομές – που τουλάχιστον δε φοβάσαι μη σου ξεραθούν και φυτρώνουν μια χαρά ακόμα και στις ακτές που το νερό είναι βλυχό, δηλαδή γλυφό.
Στις δικές μας, πια, τις ορθολογιστικές εποχές, όταν δε βρέχει για πολύν καιρό κάνουμε λιτανείες. Τότε όμως τι άλλο να έκαναν; Άντε, ξανά μανά αντιπροσωπεία στους Δελφούς οι Θηραίοι. Είμαστε πια στο 639 π.Χ.
Αυτή τη φορά ο χρησμός ήταν τελείως διαφορετικός. Αστειεύομαι. Ο ίδιος ακριβώς ήταν. Ο λαός ξεχνά, ο Θεός ποτέ.
Η αντιπροσωπεία επέστρεψε με τα μαντάτα. Τώρα πια κάτι έπρεπε να γίνει. Ετοιμάστηκε ακόμα μία αντιπροσωπεία. Από αρχαιοτάτων χρόνων, άλλωστε, όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις με τη διακυβέρνηση, φτιάχνεις μια επιτροπή. Μα τώρα, ο προορισμός της ήταν άλλος. Αφού εδώ κανείς δεν ήξερε πώς να πλεύσουν στη Λιβύη, θα πήγαιναν αλλού για να ρωτήσουν. Κοτζάμ Κρήτη, κάποιον δεν θα έβρισκαν;
Από πού πάνε για τη Λιβύη, πατριώτη;
Ας δούμε πρώτα γιατί οι Θηραίοι δίσταζαν τόσο. Δεν είναι μόνο ότι μια τέτοια εξερεύνηση απαιτεί τεράστιο δυναμικό και πόρους για τις δυνατότητες ενός μικρού νησιού που πάσχιζε να επιβιώσει. Ούτε μόνο ότι σε εκείνα τα χρόνια οι Θηραίοι δεν είχαν τη φήμη δεινών ναυτικών: όπως συμφωνούν έγκυροι μελετητές και ιστορικοί όπως ο Φρειδερίκος Χίλλερ μάλλον λόγω λόγω καταγωγής (γνήσιοι Δωριείς γαρ) αλλά και έλλειψης κατάλληλου λιμανιού (ναι, από τότε!) ήταν κυρίως αγρότες και τσοπαναραίοι.
Ίσως περισσότερο κι από αυτούς τους λόγους ωστόσο, δίσταζαν επειδή η Λιβύη ήταν πραγματικά μια άγνωστη, εξωτική γη για τους Έλληνες. Ο ελληνικός αποικισμός απλώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις βόρειες ακτές της Μεσογείου. Στις νότιες τα πράγματα τα έλεγχαν οι Φοίνικες με τις πανίσχυρες δικές τους αποικίες και οι Αιγύπτιοι.
Οι Έλληνες ως Λιβύη εννοούσαν είτε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο ή τις δυτικές ακτές της νότιας Μεσογείου. Στη μυθολογία τους, η Λιβύη ήταν κόρη του Έπαφου (γιος του Δία και της Ιούς) και της Μέμφιδας (κόρη του Νείλου). Ήταν δηλαδή από καλό σόι. Επίσης καλοπαντρεύτηκε – με τον Ποσειδώνα απέκτησε τους δίδυμους γιους Αγήνορα και Βήλο. Πέρα από τον μύθο, οι γηγενείς κάτοικοι της Λιβύης ήταν Βερβερίνοι, αυτοί που οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν Λεμπού και μάλλον από αυτή τη λέξη προέρχεται η ετυμολογία της λέξης Λιβύη.
Γενικά, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι εξαπλούμενοι Έλληνες δεν αποίκιζαν ακατοίκητες χώρες αλλά έβρισκαν εκεί ανθρώπους ήδη εγκατεστημένους, τους οποίους συχνά εκτόπιζαν εκ των πραγμάτων. Ακόμα και αν οι ελληνικοί αποικισμοί διέφεραν από τον μεταγενέστερο ευρωπαϊκό αποικιοκρατισμό, για τους ντόπιους πληθυσμούς οι Έλληνες άποικοι ήταν κάτι σαν εισβολείς. Άρα, οι Θηραίοι είχαν δίκιο να ανησυχούν για την επιτυχία του εγχειρήματος που πρόσταξε ο Απόλλων. Πάντως, εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι ο ιστοριογράφος Μενεκλής από την Βάρκη της Κυρηναϊκής, δηλαδή συντοπίτης και ίσως απόγονος των Κυρηναίων, έγραψε ορθά κοφτά τον 2ο π.Χ. αιώνα ότι οι αρχικοί άποικοι απλά εξορίστηκαν από τη Θήρα για πολιτικούς λόγους. Οπότε ίσως δεν είχαν και πολλές επιλογές για το πού να πάνε.
Ας γυρίσουμε όμως στον Ηρόδοτο. Η αντιπροσωπεία των Θηραίων άρχισε να γυρίζει την Κρήτη από τη μια άκρη στην άλλη για να βρει πλοηγό για τη Λιβύη κι αυτό αποδείχθηκε πολύ δύσκολο. Στην ανατολική άκρη, στην Ίτανο, τη σημερινή Ερημούπολη του νομού Λασιθίου, βρήκαν τελικά τον Κορώβιο. Ο Κορώβιος ήταν αλιέας κοχυλιών.
– Κύριε κοκοβιέ…
– Κορώβιος
– Κύριε Κορώβιε, στην αίτησή σας γράφετε ότι είστε πορφυραλιέας.
– Ναι, αλλά είμαι και ειδικός Αφρικανολόγος – Λιβυολόγος, εκπαιδευθείς στο εξωτερικό.
– Περίφημα. Πείτε μας, παρακαλώ, ποιες περιοχές της Λιβύης έχετε επισκεφθεί.
– Μια φορά ο αέρας με παρέσυρε σε ένα ερημονήσι έξω από τις ακτές της.
– Θα σας ειδοποιήσουμε.
Παραδόξως, όντως τον ειδοποίησαν. Αφού δε βρέθηκε άλλος που να γνωρίζει ή να ήταν πρόθυμος να οδηγήσει, τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Του έδωσαν λοιπόν χρήματα, υπέγραψε και συμβόλαιο που λέει ο λόγος και τον έφεραν στη Θήρα.
Ξεκινάμε, πάμε μακριά
Θηραίοι ανιχνευτές μαζί με τον Κορώβιο αρμάτωσαν ένα πλοίο για προπαρασκευαστική αποστολή. Και πράγματι, ο πλοηγός τους τούς οδήγησε στην Πλατέα, μάλλον την σημερινή ακατοίκητη νησίδα Μπαρντά, λίγο έξω από τη ΒΔ ακτή της Κυρηναϊκής. Το νησί είναι πολύ μικρό, μόλις 140.000 τ.μ. Άγνωστο γιατί, οι ανιχνευτές θεώρησαν ότι εκεί, σε μια σταλιά τόπο, θα εγκαθίσταντο οι άποικοι.
Από ιστορικής πλευράς, το πρόβλημα που υπάρχει για να καταλάβουμε την κατοπινή πραγματική σειρά των γεγονότων είναι ότι οι μεταγενέστερες διηγήσεις Θηραίων και Κυρηναίων διαφέρουν αρκετά. Ωστόσο, μάλλον αυτή των Θηραίων (σύμφωνα με μελετητές όπως ο Β. Μανφρέντι) είναι πιο ιστορικά και τεχνικά ακριβής και σε αυτήν στηρίζεται η διήγησή μας. Όπως και να έχει, φαίνεται ότι οι ανιχνευτές αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους για να ανακοινώσουν τα νέα. Συνάμα αποφάσισαν ότι κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω.
– Κύριε Κορώβιε, σας ευχαριστούμε για την μέχρι τώρα συνεργασία μας. Να πηγαίνουμε σιγά σιγά για να ενημερώσουμε τον βασιλιά και τους συμπολίτες μας.
– Ε, όπως θα πηγαίνουμε δε με πετάτε και εμένα στην Ίτανο;
– Μάλλον δεν γίναμε αντιληπτοί. Εμείς θα φύγουμε. Εσείς θα μείνετε σε τούτο τον όμορφο τόπο για να μας τον φυλάτε μη μας τον πάρουν.
– Ποιος να μας τον πάρει, ρε παιδιά; Οι γλάροι;
Φαίνεται πάντως ότι τον ταλαίπωρο τον Κορώβιο τον έπεισαν ή τον ανάγκασαν να μείνει. Ποιος ξέρει; Ίσως το συμβόλαιο είχε ψιλά γράμματα. Του άφησαν βέβαια τις σχετικές προμήθειες και ξεκίνησαν. Και αν στις μέρες μας το να κάνεις πληρωμένες διακοπές σε ιδιωτικό νησί έχει το γούστο του, μάλλον ο Κορώβιος δεν το έβλεπε έτσι.
Ειδικά όταν του τελείωσαν οι προμήθειες.
Ω, ναι. Οι Θηραίοι άργησαν να γυρίσουν.
Λίγο όμως πριν συμβεί το μοιραίο στον άνθρωπο, ένα σαμιώτικο πλοίο παρασυρμένο από απηλιώτη (ανατολικό) άνεμο, αντί να πάει στην Αίγυπτο όπως προοριζόταν, έφτασε στην Πλατέα. Οι ναυτικοί περιποιήθηκαν τον ερημίτη και του άφησαν προμήθειες για έναν ολόκληρο χρόνο. Ύστερα, ξεκίνησαν να φύγουν αλλά και πάλι ο ανατολικός άνεμος τους παρέσυρε. Τους πήγε μάλιστα τόσο μακριά που πέρασαν τα στενά του Γιβραλτάρ. Όταν έπιασαν και πάλι στεριά βρίσκονταν στη θρυλική Ταρτησσό της σημερινής Ανδαλουσίας, στις εκβολές του Γουαδαλκιβίρ. Η πόλη φημιζόταν για την παραγωγή μετάλλων. Οι Σαμιώτες δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Όταν έγινε η τελική σούμα του ταξιδιού, το κέρδος του πλοίου ήταν 60 τάλαντα. Δηλαδή, για να το συνοψίσουμε, ένα πλοίο του 7ου π.Χ. αιώνα χωρίς μηχανές και δορυφορικά συστήματα, παρασυρμένο από άνεμο διέσχισε ολόκληρη τη Μεσόγειο χωρίς να βουλιάξει, έσωσε έναν φουκαρά σε μια μικροσκοπική νησίδα που έτυχε να βρεθεί στην πορεία του, έφτασε σε άγνωστα νερά και στο τέλος λούστηκε στο τάλαντο.
Ξέχασα να πω ότι το όνομα του καπετάνιου ήταν Κωλαίος.
(Στο επόμενο: οι άποικοι “υπογράφουν” συμβόλαιο με τον θηραϊκό λαό και τελικά ξεκινούν. Αλλά τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά στην αρχή.)
Διαβάστε τα προηγούμενα
α’ μέρος
β’ μέρος
* Ο Ανδρέας Βλάχος ζει με την οικογένειά του και εργάζεται ως Ουρολόγος στη Σαντορίνη. Επικοινωνεί γράφοντας για αυτά που γνωρίζει, για αυτά που αγαπά και για αυτά που ζητούν την προσοχή μας.
[adning id="140783"]