Σταδιακά και προσεκτικά θα εξελίσσεται το σχέδιο της κυβέρνησης για το άνοιγμα του τουρισμού, διευκρίνισε ο Υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων Νίκος Χαρδαλιάς, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την ανησυχία για την επικείμενη έλευση τουριστών στη χώρα μας, χωρίς να γίνονται τεστ, παρά μόνο δειγματοληπτικός έλεγχος.
“Θα προετοιμαζόμαστε, έτσι ώστε την 1η Ιουλίου, παρατηρώντας όλα όσα συμβαίνουν σε όλες τις χώρες να μπορέσουμε να ανοίξουμε με όρους απόλυτης ασφάλειας για τον γενικό πληθυσμό της πατρίδας μας”, τόνισε, συμπληρώνοντας: “Αντιλαμβανόμαστε την ανησυχία που μπορεί να υπάρχει, όμως θα πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη, διότι ξέρουμε τι κάνουμε και πώς θα το κάνουμε. Έχουμε μπροστά μας 40 ημέρες για να προετοιμαστούμε με συγκεκριμένα δομικά, συμβατικά, ψηφιακά εργαλεία και με την ίδια ευθύνη που εξασφαλίσαμε διαδικασίες στεγανοποίησης και ανάσχεσης της πανδημίας το προηγούμενο διάστημα, με την ίδια συνέπεια θα εγγυηθούμε και τους όρους ασφάλισης του γενικού πληθυσμού από το άνοιγμα του τουρισμού”.
Πρόσθεσε επίσης ότι “δε θα πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε ανησυχία σε σχέση με τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν. Οι δειγματοληψίες και οι έλεγχοι θα είναι και ενδελεχείς και αυστηροί όπου χρειαστεί, προκειμένου να παραμείνει ασφαλής ο γενικός πληθυσμός. Άλλωστε ο μηχανισμός της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας παραμένει σε πλήρη επιφυλακή και εγρήγορση”.
Ο κος Χαρδαλιάς επανέλαβε το χρονοδιάγραμμα επανεκκίνησης του τουρισμού, σημειώνοντας ότι θα εξαιρεθούν χώρες με αρνητικά επιδημιολογικά χαρακτηριστικά, οι οποίες και θα ανακοινωθούν εγκαίρως και θα παρακολουθούνται τακτικά, προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις απελευθέρωσης αν κριθεί ότι πληρούν τα κριτήρια.
Σχετικά με τις πτήσεις που έρχονται αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, ο Υφυπουργός είπε ότι συνεχίζονται τα τεστ και η καραντίνα. “Τα απόλυτα δεδομένα δείχνουν μείωση, σχεδόν εξαφάνιση, των εισερχομένων κρουσμάτων”είπε, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι το διάστημα 13-20 Μαΐου έχουν προσγειωθεί στην Αθήνα 21 πτήσεις με 2.236 επιβάτες και μόνο ένα τεστ βγήκε θετικό. Μάλιστα τις τελευταίες τέσσερις μέρες έχουν έρθει τρεις πτήσεις από Γερμανία με 548 επιβάτες, αρκετοί έρχονται από χώρες με έντονα επιδημιολογικά φορτία και όλα τα τεστ ήταν αρνητικά.
Ο κος Χαρδαλιάς επανέλαβε ότι από την Δευτέρα 25/5 επιτρέπεται η μετακίνηση από και προς τα νησιά, ενώ ανοίγουν κι οι χώροι εστίασης, ενώ τότε θα ανακοινωθούν και οι αποφάσεις για το αν και πώς θα ανοίξουν τα Δημοτικά σχολεία, τα νηπιαγωγεία και οι βρεφονηπιακοί σταθμοί από την 1η Ιουνίου, τονίζοντας ότι η μέχρι τώρα εμπειρία από το άνοιγμα Γυμνασίων και Λυκείων ήταν θετική και τα πράγματα κύλισαν ομαλά. Τις επόμενες ημέρες θα γίνουν ανακοινώσεις σχετικά και με τις κρατικές και ιδιωτικές κατασκηνώσεις.
Νωρίτερα, ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας είχε ενημερώσει για τρία νέα κρούσματα του κορονοϊού SARS-CoV-2. Ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων στη χώρα μας είναι 2.853 και σε ποσοστό 55% αφορούν άνδρες. Από αυτά, τα 612 σχετίζονται με ταξίδι από το εξωτερικό και 1.436 είναι σχετιζόμενα με άλλο γνωστό κρούσμα. Οι ασθενείς που εξακολουθούν να νοσηλεύονται διασωληνωμένοι είναι 21 και έχουν διάμεση ηλικία τα 72 έτη. Οι 8 είναι γυναίκες και οι υπόλοιποι άνδρες. Επίσης, 98 ασθενείς έχουν εξέλθει από τις ΜΕΘ, ενώ το τελευταίο 24ωρο καταγράφηκαν 2 ακόμη θάνατοι στη χώρα, 168 στο σύνολο. Οι 49 ήταν γυναίκες και οι υπόλοιποι άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 76 έτη.
Καθώς η πορεία της επιδημίας στη χώρα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, ελπίζουμε ότι σύντομα θα επιστρέψουμε στην ίδια κανονικότητα και όχι σε μια νέα κανονικότητα, σχολίασε ο κος Τσιόδρα, τονίζοντας ωστόσο ότι όλοι θα πρέπει να παραμείνουμε προσεκτικοί και να υπάρχει επαγρύπνηση. “Όταν βλέπεις αυξημένο αριθμό στους δείκτες αναγκάζεσαι και ίσως αναγκαστούμε στο μέλλον να επαναφέρουμε κάποια μέτρα” πρόσθεσε.
Απαντώντας σε ερώτηση για τον τουρισμό και τον ρόλο που μπορεί να παίξει το άνοιγμά του στην επανεμφάνιση κρουσμάτων, αλλά και για το αν χρειάζονται τα τεστ στους ταξιδιώτες, είπε ότι “το τεστ δεν προτείνεται καθώς μπορεί να δώσει την ψευδή αίσθηση ασφάλειας. Πάντως, αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια κάποιων χωρών να εφαρμόσουν το τεστ εάν το επιθυμούν σε δειγματοληπτικό ή άλλο επίπεδο”.
Αυτό που τόνισε ως ιδιαίτερα σημαντικό είναι το να ελέγχεται ο συμπτωματικός ταξιδιώτης στην Ελλάδα. Όπως είπε, από τη στιγμή που θα ελέγχεται “θα είναι εύκολο να εντοπίζονται οι επαφές του στην Ελλάδα και να γίνεται ιχνηλατήση”, διερωτώμενος όμως και ο ίδιος πώς θα γίνεται αυτό, όταν ο ταξιδιώτης επιστρέφει την χώρα του. Μια λύση θα μπορούσε να είναι η ψηφιακή ιχνηλάτηση μέσα από εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα, όπως είπε, αλλά όπου προσπάθησαν να το εφαρμόσουν μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά καθώς η συμμετοχή που υπήρξε δεν ήταν εντυπωσιακή. Μιλώντας προσωπικά, ο καθηγητής είπε ότι θα ήθελε με κάποιον ψηφιακό τρόπο, εθελοντικά κάποιος που έχει συμπτώματα να μπορεί να βρίσκει το κοντινότερο εργαστηριακό κέντρο όπου θα μπορέσει να ελεγχθεί και ότι θα ήταν χρήσιμο ο τουρίστας να γνωρίζει ότι σαν χώρα έχουμε τη δυνατότητα να τον ανιχνεύσουμε αρκεί να γνωρίζει πού θα πρέπει να απευθυνθεί.
Όσον αφορά τον δείκτη k που μελετά τις εστίες υπερμετάδοσης του ιού, φαίνεται ότι αυτός είναι χαμηλότερος σε σχέση με τους ιούς Mers και Sars, είπε ο κος Τσιόδρας και εκτίμησε ότι “θα μας βοηθήσει στο μέλλον να αντιμετωπίσουμε πρωτόκολλα μετάδοσης της νόσου, ιδίως όταν βλέπουμε ότι το 99,7% προκύπτει από φαινόμενα υπέρ μετάδοσης σε κλειστούς χώρους όπου ένας “αθώος” ασυμπτωματικός μεταδίδει τη νόσο σε δεκάδες άλλους”. Στο σημείο αυτό ανέφερε το παράδειγμα ασθενή από τη Ν.Κορέα που σε ένα βράδυ επισκέφθηκε 3 διαφορετικά κέντρα διασκέδασης και απαιτήθηκε να ιχνηλάτηθουν 7.200 άτομα από πέντε παρόμοιους χώρους και τελικά να βρεθούν θετικά στον ιό δεκάδες άτομα. Ο δείκτης k τόνισε ότι θα μας βοηθήσει “με τον κατάλληλο τρόπο να προλαμβάνουμε ακόμα περισσότερες εστίες όπου υπάρχει ξαφνική διασπορά του ιού”.
Τέλος, ο κος Τσιόδρας μίλησε με έμφαση για τους χώρους και τις περιοχές όπου υπάρχουν πολλές επαφές και συγχρωτισμός, λέγοντας ότι είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο ιός μεταδίδεται με αεροσταγονίδια από τη μύτη και το στόμα όταν μιλάμε, βήχουμε ή φταρνιζόμαστε. Αναφέρθηκε δε σε μελέτες που έχουν δείξει ότι σε χώρους συγχρωτισμού όπου υπήρξαν περιπτώσεις όπου το 80% των μολύνσεων προήλθε από το 10% των κρουσμάτων, ενώ σε άλλες φάνηκε ότι μόλις το 5% ήταν ικανό για να μολυνθούν τόσο υψηλά ποσοστά πληθυσμού.
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ