Από τον Γιάννη Σπιλάνη*
Τα ελληνικά νησιά, η μεγαλύτερη πολυνησιωτική περιφέρεια της Ευρώπης στη ζώνη του ήλιου, αποτελούν αναμφισβήτητα τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού. Ταυτόχρονα, ο τουρισμός αποτελεί, για τη μεγάλη πλειοψηφία των νησιών μας, μακρά τη σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα από την οποία εξαρτάται η συνολική οικονομική και κοινωνική ζωή των νησιών.
Χωρίς κανείς να παραγνωρίζει κυρίως τα οικονομικά, και σε λίγα νησιά, και τα δημογραφικά οφέλη που έφερε ο τουρισμός μεταπολεμικά, φαίνεται ότι αυτή η μορφή μονοκαλλιέργειας έφτασε στα όριά της.
Τα νησιά μας και ο τουρισμός αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς αφού το real estate (μαζί με τα Airbnb) μεταβάλλει ριζικά το τοπίο, τις παραλίες, τους οικισμούς, την καθημερινή ζωή και τις ανθρώπινες συμπεριφορές, δηλαδή το κοινό μας κεφάλαιο πάνω στο οποίο χτίστηκε το “τουριστικό θαύμα”. Οι ρυθμίσεις για οργανωμένη τουριστική δόμηση μεγάλης κλίμακας και η υπαγωγή τους στις στρατηγικές επενδύσεις (που συνδυάζουν υψηλή επιδότηση και περιορισμένο περιβαλλοντικό έλεγχο) ενισχύουν την χωρίς όρια επέκταση του μοντέλου του τουρισμού των 3S (σ.σ. Sea, Sun, Sand), αφού η έμφαση δίνεται στη μεγιστοποίηση των αφίξεων.
Την ίδια στιγμή η αγροτική & η αλιευτική παραγωγή ελάχιστα συμβάλουν στη δημιουργία αλυσίδας αξίας ενώ το μοναδικό πολιτιστικό και περιβαλλοντικό κεφάλαιο των νησιών υποβαθμίζεται καθημερινά, χωρίς να δημιουργούνται νέες δραστηριότητες που να τα αναδεικνύουν. Αντίθετα οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από την επέκταση του real estate (καθαριότητα και συντήρηση σπιτιών) είναι για ανειδίκευτους και προσωρινά εργαζόμενους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το σύνολο του εργατικού δυναμικού και της δημογραφίας των νησιών. Ταυτόχρονα η κλιματική αλλαγή δημιουργεί νέα δεδομένα που επιβαρύνουν ακόμη την ήδη προβληματική κατάσταση στο νερό και στη βλάστηση, ενώ θέτουν ερωτήματα κατά πόσο η αύξηση της θερμοκρασίας θα επιτρέψει στη Μεσόγειο συνολικά να παραμείνει ελκυστικός προορισμός.
Όλα τα προηγούμενα έχουν σε μεγάλο βαθμό ανατρέψει τη μέχρι σήμερα υπεροχή των οικονομικών αποτελεσμάτων σε σχέση με τις αρνητικές επιπτώσεις του τουρισμού. Εδώ και μερικά χρόνια, τα “αθέατα βάρη” του τουρισμού έχουν γίνει θεατά δια γυμνού οφθαλμού. Το ξέσπασμα των πολιτών στη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου, και συγκεκριμένα των παραλιών, είναι μια σαφής ένδειξη των επιπτώσεων του υπερτουρισμού, παράλληλα με τα προβλήματα συνωστισμού, κυκλοφοριακής συμφόρησης, θορύβου, αδυναμίας εύρεσης κατοικίας προς ενοικίαση, υψηλών τιμών, συνθηκών και αμοιβής εργασίας, έλλειψης νερού, ατελούς διαχείρισης απορριμμάτων, κορεσμού υποδομών και υπηρεσιών κλπ. που αποτελούν στοιχεία υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας των προορισμών.
Οι κοινωνικές συνέπειες της τουριστικής μονοκαλλιέργειας του μαζικού τουρισμού ήλιου και θάλασσας δεν είναι αμελητέες. Ο πληθυσμός στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου έχει το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης στη χώρα και ταυτόχρονα πολύ υψηλό ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ βρίσκεται στη 2η θέση στη χώρα σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Παρά την έντονη τουριστική ανάπτυξη η πλειοψηφία των νησιών δεν έγιναν ελκυστικά για τους πολίτες και το δημογραφικό πρόβλημα τα καθιστά ακόμη πιο ευάλωτα.
Οι έννοιες βιωσιμότητα, υπερτουρισμός, φέρουσα ικανότητα κλπ δεν είναι πλέον αντικείμενο μόνο ακαδημαϊκών συζητήσεων και του Συμβουλίου Επικρατείας, αλλά όλο και περισσότερο απασχολούν τόσο τους κατοίκους, τους τουρίστες, όσο τους εργαζόμενους, αλλά και τους ίδιους τους επιχειρηματίες. Όλοι βλέπουν ότι η ποιότητα ζωής και η εμπειρία που απολαμβάνουν οι μεν και η αμοιβή σε σχέση με τη προσπάθεια που καταβάλλουν οι δε, δεν είναι πλέον ικανοποιητική. Η έκφραση “τρεις μήνες είναι και θα περάσουν” που ακούγεται όλο και περισσότερο, αποτυπώνει τη κατάσταση που είναι αυτό που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού ως μη βιώσιμο τουρισμό.
Τα παραπάνω προβλήματα, που έχουν επισημανθεί από χρόνια, δεν μπορούν να περιμένουν άλλες διαπιστώσεις και απαιτούν εκπόνησης στρατηγικής και σχεδίου δράσης βιώσιμου τουρισμού που θα λαμβάνει υπόψη τη φέρουσα ικανότητα κάθε νησιού, αλλά και τις αντοχές της τοπικής κοινωνίας.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει κυρίως τους παρακάτω άξονες:
- Βελτίωση της τουριστικής διακυβέρνησης με τη Δημιουργία Τουριστικού Παρατηρητηρίου και Φορέα Διαχείρισης και Προβολής Προορισμού
- Επενδύσεις αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών και μείωσης του αποτυπώματος των καταλυμάτων και άλλων τουριστικών επιχειρήσεων με στόχο τη δημιουργία υπεύθυνων επιχειρήσεων με την εφαρμογή των σύγχρονων πρακτικών ολοκληρωμένης βιώσιμης διαχείρισης προσαρμοσμένων στο μέγεθος των τοπικών επιχειρήσεων.
- Επενδύσεις βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών από την πλευρά του δημόσιου τομέα σε ό,τι αφορά τη κινητικότητα και τη προσπελασιμότητα, τη μείωση και την ορθολογική διαχείριση στερεών & υγρών αποβλήτων, τη βελτίωση της διαχείρισης του πόσιμου νερού, την ανάπτυξη πράσινων υποδομών κλπ. Η διαδικασία πιστοποίησης των προορισμών ως βιώσιμων αποτελεί ένα εργαλείο αυτοαξιολόγησης και παρακολούθησης για συνεχή βελτίωση.
- Επενδύσεις για την ανάδειξη του τοπικού περιβαλλοντικού, πολιτιστικού και παραγωγικού κεφαλαίου των νησιών για διαφοροποίηση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος αναδεικνύοντας τον ξεχωριστό χαρακτήρα τους. Η δημιουργία κέντρου αφήγησης της τοπικής ιστορίας ως “σύγχρονου” κέντρου παροχής πληροφοριών για τον προορισμό, μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο προς την κατεύθυνση αυτή.
- Προγράμματα δια βίου κατάρτισης και επανεκπαίδευσης εργοδοτών και εργαζομένων για βελτίωση των δεξιοτήτων τους ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις (βιώσιμες πρακτικές, ψηφιοποίηση, υποδοχή τουριστών με διαφορετικά ενδιαφέροντα και ανάγκες κλπ) ως υπεύθυνοι εργαζόμενοι.
- Δράσεις ενημέρωσης επισκεπτών για τη βελτίωση της συμπεριφοράς τους στον προορισμό (υπεύθυνοι τουρίστες)
Τα παραπάνω πρέπει να συνδυαστούν με παρεμβάσεις που έχουν να κάνουν με εθνικές πολιτικές και αφορούν:
- Τη ανανέωση ή την εκπόνηση τοπικών χωρικών/πολεοδομικών σχεδίων που να λαμβάνουν υπόψη τη φέρουσα ικανότητα κάθε νησιού
- Την κατάργηση της οργανωμένης τουριστικής δόμησης μεγάλης κλίμακας και μάλιστα ως στρατηγικές επενδύσεις, αλλά και τη χρηματοδότηση γενικά νέων καταλυμάτων όταν υπάρχουν θέματα φέρουσας ικανότητας
- Την ενίσχυση των πόρων που κατευθύνονται στην αυτοδιοίκηση για εκπόνηση και υλοποίηση σχεδίων & δράσεων για βιώσιμο τουρισμό.
* Ο κ. Γιάννης Σπιλάνης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Διευθυντής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου