Ολοκληρώθηκε σήμερα η υπογραφή της σύμβασης παραχώρησης του δικαιώματος αξιοποίησης των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, μεταξύ των οποίων και της Σαντορίνης, ανάμεσα στο Ελληνικό Δημόσιο και στην Παραχωρησιούχο κοινοπραξία FRAPORT AG-SLENTEL Ltd.
Η σύμβαση προβλέπει την παραχώρηση της χρήσης, διαχείρισης, ανάπτυξης, επέκτασης, συντήρησης και εκμετάλλευσης των αεροδρομίων Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Κέρκυρας, Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Ακτίου, Χανίων, Μυτιλήνης, Σκιάθου, Σάμου, Μυκόνου, Σαντορίνης, Κω, Ρόδου, καθώς και των χώρων εμπορικής ή άλλης χρήσης που βρίσκονται μέσα στα αεροδρόμια για 40 χρόνια. Η ιδιοκτησία της γης, των υποδομών και των εγκαταστάσεων παραμένει στο Ελληνικό Δημόσιο, οι δε υποδομές και εγκαταστάσεις που θα κατασκευάσει ο ιδιώτης επενδυτής περιέρχονται και αυτές στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και επιστρέφουν σε αυτό με τη λήξη της παραχώρησης.
Η κοινοπραξία FRAPORT AG-SLENTEL Ltd ανακηρύχτηκε στις 25 Νοεμβρίου 2014 προτιμητέος επενδυτής για τα περιφερειακά αεροδρόμια, στο πλαίσιο του διεθνούς ανοικτού διαγωνισμού που διενήργησε το ΤΑΙΠΕΔ, με προσφορά που ανήλθε σε €1,234 δισ. εφάπαξ τίμημα και €22,9 εκατ. ετήσιο εγγυημένο καταβλητέο μίσθωμα, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως με τον πληθωρισμό, καθώς και κυμαινόμενη μεταβλητή αμοιβή που υπολογίζεται κατά έτος 28,6% των Κερδών προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων των αεροδρομίων. Συνολικά το ύψος των παραπάνω εσόδων για το ΤΑΙΠΕΔ θα ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ.
Η ανάληψη της λειτουργίας των αεροδρομίων από την κοινοπραξία FRAPORT AG-SLENTEL Ltd. αναμένεται να υλοποιηθεί το φθινόπωρο του 2016
Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του Επενδυτή
– Να αναβαθμίσει τα αεροδρόμια εντός των πρώτων 4 ετών ώστε να συμμορφώνονται με τα αντικειμενικά προσδιορισμένα κριτήρια Επιπέδου C, όπως αυτά καθορίζονται από την ΙΑΤΑ και στη συνέχεια να τα συντηρεί και να διατηρεί αυτά τα επίπεδα εξυπηρέτησης για όλη τη διάρκεια της παραχώρησης.
– Ο επενδυτής εκτιμά ότι το ύψος επενδύσεων θα ανέλθει σε 330 εκατ. ευρώ τα 4 πρώτα έτη της παραχώρησης. Συνολικά οι επενδύσεις θα ανέλθουν σε 1,4 δισ. ευρώ για το σύνολο των 40 ετών της περιόδου παραχώρησης.
– Οποιεσδήποτε αυξήσεις της τιμολογιακής πολιτικής, οι οποίες προβλέπεται να είναι οριακές και σε κάθε περίπτωση προοδευτικές, θα επιτραπούν μόνο μετά την ολοκλήρωση της αναβάθμισης των αεροδρομίων
– Ο επενδυτής οφείλει να συνεχίσει να λειτουργεί τα αεροδρόμια, αλλά και να σεβαστεί και να επιτρέψει τη χρήση από την Πολεμική Αεροπορία εκείνων των αεροδρομίων που έχουν πολιτική και στρατιωτική χρήση, όπως αυστηρά και σαφώς ορίζεται στη σύμβαση παραχώρησης.
Τα αεροναυτικά τέλη
– Τα Αεροναυτικά Τέλη που ισχύουν σήμερα στα Περιφερειακά Αεροδρόμια ανέρχονται σε 12,7 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη (λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι μετά από ορισμένες αποφάσεις της Διοίκησης η είσπραξη τελών προσγείωσης και εξυπηρέτησης επιβατών είχε ανασταλεί κατά τα προηγούμενα έτη)
– Με πρωταρχικό σκοπό να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη του τουρισμού και να διασφαλιστεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών Περιφερειακών αεροδρομίων η Σύμβαση Παραχώρησης προβλέπει ανώτατο όριο αεροναυτικών χρεώσεων σε προκαθορισμένα επίπεδα
– Η Σύμβαση Παραχώρησης δεν προβλέπει ουσιαστική αύξηση των αεροναυτικών τελών από την ημερομηνία Έναρξης Παραχώρησης μέχρι την ολοκλήρωση των άμεσων επενδύσεων. Η συνολική μέγιστη χρέωση έχει οριοθετηθεί σε 13 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, ενώ είναι μόνο δυνατό να αναπροσαρμοστεί ετησίως με τον εκάστοτε ισχύοντα δείκτη τιμών καταναλωτή
– Μετά την ολοκλήρωση των άμεσων επενδύσεων, δηλαδή όταν οι υποδομές θα έχουν βελτιωθεί ώστε να συμμορφώνονται με τα προκαθορισμένα πρότυπα, τα Αεροναυτικά Τέλη ανά επιβάτη θα μπορούν να αυξηθούν κατά 5,5 ευρώ κατά μέγιστο, φθάνοντας μέχρι τα 18,5 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, ποσό δυνάμενο μόνο να αναπροσαρμοστεί ετησίως με το 90% του ισχύοντος δείκτη τιμών καταναλωτή
– Οι συγκεκριμένες ανώτατες χρεώσεις ανά επιβάτη έχουν οριστεί με βάση το μέσο όρο των αντίστοιχων τελών που προσφέρονται σήμερα από ένα εύρος αεροδρομίων που λειτουργούν στην ευρύτερη περιοχή.
Σημείωση: Τα τέλη υπερπτήσεων είναι ανεξάρτητα της συναλλαγής και θα συνεχίσουν να εισπράττονται από την ΥΠΑ, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στην αεροναυτιλία και τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας.