Χρονογράφημα της Μαρίας Μαυρικάκη*
Στο Άμστερνταμ περίμενε το λεωφορείο και όχι ο κόσμος στη στάση, επειδή το όχημα είχε φτάσει νωρίτερα από την αναγραφόμενη ώρα. Στο Βερολίνο ο οδηγός έδινε με υπομονή ρέστα σε όποιον έβγαζε εισιτήριο εντός. Στο Λονδίνο τα συνεχή νυχτερινά δρομολόγια διευκόλυναν τη νεανική τάση για ποτό και ξεσάλωμα. Στη Λισσαβόνα προ δεκαετίας, το εισιτήριο κόστιζε περίπου τρία ευρώ, πολλαπλασιαζόμενο επί τέσσερα για την οικογένεια, και μετά όλο επί δύο για την επιστροφή. Πληρώναμε είκοσι τέσσερα ευρώ τη φορά χωρίς δεύτερη σκέψη, αυτά στις ξένες πόλεις. Σε κάποιες θυμάμαι τους οδηγούς να καλημερίζουν τους επιβάτες έναν έναν. Μυστήρια πράγματα.
Στη δική μου πόλη, οι εισπράκτορες που εισέπρατταν το αντίτιμο και απήγγελαν τις στάσεις είναι μακρινή ανάμνηση. Από τις πρώτες θέσεις εργασίας που χάθηκαν με την πρόοδο της τεχνολογίας. Μαζί σιώπησε η μακρόσυρτη προστακτική στον οδηγό: Φύγεεεε! Κι ήρθαν τα φιλολαϊκά μέτρα, όπως αυτό της δωρεάν πρόσβασης στις αστικές συγκοινωνίες από την έναρξη της βάρδιας ως τις εννέα το πρωί. Ανακούφιση για όσους πήγαιναν στο εργοστάσιο, διευκόλυνση για όσους πήγαιναν για ψώνια ή για καφέ στο κέντρο. Στο μεταξύ, μπήκαν στα λεωφορεία μηχανήματα όπου όφειλες να χτυπήσεις το εισιτήριο, εν πολλοίς μεθερμηνευόμενο ως χτύπημα στο πορτοφόλι μας. Οι εσωτερικοί προβληματισμοί θέριευαν: θα μπορούσα να ξαναχτυπήσω ένα παλιό, να εκμεταλλευτώ το κοντινό μου μηχάνημα που είναι χαλασμένο, να ισχυριστώ ότι το εννέα είναι μηδέν, να σημαδέψω στο σημείο που το μελάνι από την προηγούμενη επικύρωση είναι αχνό. Κάποιοι μάλιστα έκαναν υπολογισμούς (τόσες οι πιθανότητες να μπει ελεγκτής, τόσο το πρόστιμο, τόσες φορές να μετακινηθώ τσάμπα) και προτιμούσαν ως πολύ συμφερότερο το κόστος ευκαιρίας της μη επικύρωσης.
Ώσπου κάποτε οι έλεγχοι σταμάτησαν. Είχε φτάσει η εποχή που η συμμόρφωση στα οφειλόμενα, αντί να θεωρείται αυτονόητη για όλους, ερμηνευόταν κατά περίπτωση. Δεν υπήρχε ελπίδα. Παρ’ όλα αυτά, εμείς τη βλέπαμε να έρχεται. Στο μεταξύ δεν επικύρωνε σχεδόν κανείς το εισιτήριό του. Ποιος ο λόγος; Γιατί να αποτελέσει εξαίρεση; Και κυρίως γιατί να στερηθεί το αντίτιμο τους ενός και κάτι ευρώ, που θα δώσει σε λίγο αλλού αγόγγυστα; Αναμφισβήτητα υπάρχουν επιβάτες που όντως δεν μπορούν να ανταποκριθούν και το ποσό τούς είναι δυσβάσταχτο. Μα οι περισσότεροι απλώς μιμούνται τους γύρω, δεν θέλουν να νιώθουν κορόιδα. Διακρίνονται στους συστηματικούς και τους ερασιτέχνες που ξεχωρίζουν εύκολα: όποτε ανέβουν στο λεωφορείο άντρες με ατημέλητο ντύσιμο και μαύρο τσαντάκι, οι αχτύπητοι ξεχειλίζουν αδρεναλίνη. Η καρδιά τους ησυχάζει μόνο αν δεν δουν καρτελάκι κρεμασμένο στο πέτο.
Μπροστά στην απύθμενη μείωση εσόδων από την ομαδική αποχή στην πληρωμή εισιτηρίου, κατά καιρούς εφαρμόζονται μέτρα. Μόλις αναγγελθούν, συνοδεύονται από ευρηματικά αντίμετρα. Μπάρες/τρέχω και κολλάω πίσω από τον προηγούμενο. Έλεγχοι/χαρίζω υποχρεωτικά το εισιτήριο που ισχύει ακόμη. Μπροστινή πόρτα/είσοδος από τη μεσαία και την πίσω. Και συνεχίζουμε.
Το όφελος από τον εγκλωβισμό του μυαλού μας σε έναν αγώνα να βγει νικητής (λόγω επιλογής του δεν πληρώνω) είναι σημαντικό. Πρόκειται για βαθιά ικανοποίηση: ξεγελάσαμε το κράτος, στο οποίο ανήκουν οι αστικές συγκοινωνίες. Δεν είμαστε αποβράσματα, συνήθεις πολίτες είμαστε που το κράτος κατά κανόνα μας αντιμετωπίζει σαν ψεύτες. Γι’ αυτό κι εμείς το θεωρούμε ως κάτι ξένο και εχθρικό, αδηφάγο και άδικο. Δεν μας προστατεύει, δεν μας πείθει. Και να ξέρει το κράτος, πως σε κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών θα μας βρει απέναντι. Όπως τότε.
Υ,Γ. Διαβάζω στις ειδήσεις: η Εσθονία γίνεται η πρώτη χώρα στον κόσμο, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν να μετακινούνται με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς εντελώς δωρεάν.
*Η Μαρία Μαυρικάκη είναι συγγραφέας. Πρόσφατο έργο της είναι το μυθιστόρημα “Περαστικά” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος
Όλες οι δημοσιεύσεις με τα χρονογραφήματα της Μαρίας Μαυρικάκη:
https://bit.ly/35O9uoH