Από την Ελένη Αλεξίου, Υποψήφια Διδάκτορα (Τμήμα Περιβάλλοντος Αιγαίου) και τον Ιωάννη Σπιλάνη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου (Τμήμα Περιβάλλοντος)
Η λέξη “υπερτουρισμός” εμφανίστηκε ξανά στην επικαιρότητα μετά το υποχρεωτικό διάλειμμα, το οποίο μας επέβαλε η πανδημία. Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα άρθρα και οι αναρτήσεις που αφορούν σε νησιά της χώρας μας και αναφέρουν ότι οι περιβαλλοντικοί πόροι δέχονται πιέσεις, ότι οι κάτοικοι δεν “αντέχουν άλλο” να υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής τους, ή/και ότι η μάστιγα του real estate κινδυνεύει να “ισοπεδώσει” το τοπίο και την ομορφιά των προορισμών. Τα αποκτώμενα και τα αναμενόμενα υπερκέρδη ωθούν τους “επιχειρηματίες” (που συχνά κρύβονται πίσω από εταιρείες off-shore), να προβαίνουν σε παράνομες πράξεις “εν ονόματι” των θέσεων εργασίας που δημιουργούν και των εισοδημάτων που φέρνουν. Της “ανάπτυξης” δηλαδή.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα από περιστατικά που ηχούν διαφόρων ειδών “καμπανάκια”:
Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι το σενάριο να επισκεφτεί κάποιος ορισμένα από τα νησιά τους μήνες αιχμής αποδεικνύεται τελικά “εφιαλτικό” για πολλούς λόγους: περιορισμένος χώρος και ανύπαρκτες συχνά θέσεις πάρκινγκ για να υποστηρίξουν την αυξημένη κυκλοφορία αυτοκινήτων, αδυναμία του συστήματος υγείας με ελλείψεις γιατρών, ιδιαίτερα υψηλές τιμές σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών. Δεν είναι καλύτερη η κατάσταση για όσους αποφασίζουν να “δουλέψουν σεζόν” στους τόπους αυτούς: ανασφάλιστη εργασία και ακατάλληλες συνθήκες διαμονής για τους εργαζομένους, διπλά ωράρια με χαμηλές αμοιβές, και πολλά άλλα. Συγχρόνως, στον βωμό των AirBnB, κάτοικοι των νησιών (εκπαιδευτικοί, φοιτητές, περιστασιακά εργαζόμενοι) αναγκάζονται να φύγουν από τα “προσωρινά” τους σπίτια, ενώ όσοι μόνιμοι παραμένουν, ξεχνούν τις βόλτες στο κέντρο και περιμένουν να απολαύσουν ξανά τον τόπο διαμονής τους όταν πλέον το νησί θα έχει “αδειάσει”. Φαίνεται λοιπόν, ότι ο τουρισμός πάνω από ένα όριο ανάπτυξης αντί να βελτιώνει την ποιότητα της ζωής των ντόπιων, την χειροτερεύει και ο προορισμός από “παράδεισος” μετατρέπεται σε “κόλαση”.
Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή είναι αμείλικτη και απειλεί τα νησιά με μια σειρά προβλημάτων (ξηρασία, ερημοποίηση, αύξηση της θερμοκρασίας, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, διατάραξη του θαλάσσιου οικοσυστήματος) ενώ εάν δεν ενεργήσουμε άμεσα για τη μείωση των εκπομπών αερίων, μελλοντικά θα στοιχίζει πολύ ακριβότερα. Η τουριστική δραστηριότητα είναι σύνθετη, διαρκώς εξελισσόμενη, και εξαρτάται άμεσα από τη διαθεσιμότητα των πόρων, αφού αναπόφευκτα εντείνει τη χρήση τους. Απαιτείται επομένως, σχέδιο, έλεγχος και αξιολόγηση ώστε να γίνει σταδιακά η μετάβαση από ένα μοντέλο κατανάλωσης και υπερπαραγωγής σε έναν “τουρισμό υψηλής προστιθέμενης αξίας”, με επενδύσεις στην ανάδειξη της φυσιογνωμίας των τόπων, των τοπίων, της φύσης, της πολιτιστικής δημιουργίας. Η υψηλή κατανάλωση πόρων που υπόσχεται η πολυτέλεια δεν είναι βιώσιμη, ενώ η ποιότητα και η αυθεντικότητα, όταν υπακούουν στους περιορισμούς του προορισμού, είναι.
Πράγματι, πόσο αντέχουν οι προορισμοί από τη πίεση που ασκεί η τουριστική δραστηριότητα; Στο νέο αυτό περιβάλλον, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού “πιέζει” για στροφή προς τον βιώσιμο τουρισμό. Θεμελιώδες ζητούμενο για την τουριστική δραστηριότητα είναι να προσδιοριστεί το αποτύπωμα που αφήνει σε κάθε τόπο, το οποίο αντιστοιχεί στην συνισταμένη των επιπτώσεων στο περιβάλλον, την τοπική κοινότητα, και την οικονομία. Το αποτύπωμα υπολογίζεται σε επίπεδο παγκόσμιο, χώρας και περιφερειών και συνδέεται με την έννοια της φέρουσας ικανότητας του κάθε προορισμού ξεχωριστά. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, η φέρουσα ικανότητα αντιστοιχεί στον μέγιστο αριθμό ανθρώπων που μπορούν να επισκεφτούν ταυτόχρονα έναν τουριστικό προορισμό, χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα της εμπειρίας και η ικανοποίηση των επισκεπτών αλλά ούτε και η ευημερία των κατοίκων σε βάθος χρόνου. Σε αντίθετη περίπτωση, ο τουρισμός χαρακτηρίζεται ως “μη βιώσιμος”.
Ο τουρισμός διαφέρει σε ένταση, ροές και περιεχόμενο ανά προορισμό, οπότε για κάθε περιοχή η φέρουσα ικανότητα επηρεάζεται από διαφορετικούς παράγοντες που έχουν αντίστοιχα διαφορετικό αντίκτυπο. Για παράδειγμα, η κατανάλωση νερού σε δύο νησιά με διαφορετικά αποθέματα (υδάτινους ορίζοντες), αποκτά διαφορετική σημασία καθώς ο μέγιστος αριθμός τουριστών που μπορεί να εξυπηρετήσει διαφέρει. Επίσης τα κοινωνικά οφέλη αλλάζουν εμφανώς σε περιοχές που εξαρτώνται οικονομικά από τον τουρισμό (βαθμός μονοκαλλιέργειας). Έτσι, τα όρια της φέρουσας ικανότητας που χαρακτηρίζουν τη βιωσιμότητα σε έναν τόπο είναι διαφορετικά ενώ ταυτόχρονα καθορίζονται με βάση τα κριτήρια και τον τύπο βιωσιμότητας (του φάσματος προοπτικών) που στοχεύει ο προορισμός αλλά και σύμφωνα με τα κίνητρα των εμπλεκόμενων και τα χρονικά περιθώρια που θέτουν.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), η διαμόρφωση ενός βιώσιμου προορισμού είναι το αποτέλεσμα μιας συντονισμένης προσπάθειας και ευαισθητοποίησης και προϋποθέτει την εμπλοκή όλων:
Με βάση τα εργαλεία αυτά, το Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου* έχει αναπτύξει μεθοδολογία αξιολόγησης της κατάστασης με βάση τις προοπτικές της βιώσιμης ανάπτυξης υπό την αυξανόμενη τουριστική πίεση, μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σχεδιασμού, η οποία συνοψίζεται σχηματικά παρακάτω:
Ήδη έχουν ξεκινήσει σχετικές μελέτες στην Τήνο και στη Σέριφο, ενώ αναμένεται να ξεκινήσει και αυτή για τη Μήλο. Στην προσπάθεια αναζήτησης του βέλτιστου σεναρίου για κάθε νησί, καθοριστική συμβολή έχουν όλοι (κάτοικοι, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, τουρίστες), καθώς καλούνται να συμπληρώσουν τα ανάλογα ερωτηματολόγια και να συμμετέχουν ενεργά σε ανοιχτές συζητήσεις έτσι ώστε να γίνει όσο το δυνατό καλύτερα η καταγραφή της κατάστασης που βιώνουν, αλλά κυρίως να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του οράματος για το μέλλον του τόπου τους.
*Το Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου με έδρα στη Μυτιλήνη (Τμήμα Περιβάλλοντος) λειτουργεί υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού και είναι μέλος του Παγκόσμιου Δικτύου των Παρατηρητηρίων Βιώσιμου Τουρισμού, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης, με επικεφαλής τον Καθηγητή Γιάννη Σπιλάνη.