Η παρακάτω εξαιρετική ιστορία διαβάστηκε από τον Τάσο Μελιχούρτη*, ως επίλογος της προσφώνησής του, στην εκδήλωση προς τιμή των Επιτυχόντων Μαθητών στις Πανελλήνιες Εξετάσεις 2013, την Κυριακή 27/10/13, στην κατάμεστη αίθουσα του Συνεδριακού Κέντρου Πέτρος Μ. Νομικός, στο Φηροστεφάνι.
Την παραθέτουμε αυτούσια:
Τα παιδιά ήταν μόνα
Η μητέρα τους είχε φύγει από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα 18 χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα.
Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούργιο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Αλλωστε, τα παιδιά κοιμόντουσαν όπως κάθε απόγευμα, και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στη μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.
Ισως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα του σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα – το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του καπνού που περνούσε κάτω από την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ’ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν΄ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδελφό του σε ελάχιστα λεπτά.
Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απάντησε στην έκκλησή του. Ετσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή.
Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδελφό του από κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και – ακόμα κι αν τα κατάφερνε – θα έπρεπε να ξεμπλέξει και με τη σήτα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία.
Οταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
– Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά να σχίσει τη σήτα;
– Πώς μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
– Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
– Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
“Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν μπορούσε…”
Η ιστορία είναι του Αργεντίνου συγγραφέα Χόρχε Μπουκάϊ από τη συλλογή του “Ιστορίες να σκεφτείς” (εκδ. Όπερα, 2008, μετάφραση στα ελληνικά της Μ. Μπεζαντάκου)
* Ο Τάσος Μελιχούρτης ήταν επί πολλά χρόνια δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Φηρών και πολλοί από τους επιτυχόντες στις Πανελλήνιες Εξετάσεις ήταν μαθητές του. Σήμερα είναι Πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Θήρας και Πρόεδρος του Ιδρύματος Λούλας & Ευαγγέλου Νομικού (Τελεφερίκ).
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
[adrotate banner=”24″]