Άρθρο του Σπύρου Παυλίδη
Η ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ ΤΗΣ και η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Το σύμπλεγμα των νησιών της Θήρας, από τα ομορφότερα της χώρας, αλλά και παγκοσμίως, οφείλει την απαράμιλλη ομορφιά του και την τουριστική και οικονομική ανάπτυξή του κυρίως στα ηφαίστεια του. Στην πραγματικότητα τα νησιά αυτά, μαζί με τα Χριστιανά, δεν αποτελούνται από ένα ηφαίστειο όπως πολλοί νομίζουν, αλλά από πολλά ηφαίστεια ή ηφαιστειακά κέντρα που έδρασαν στο πρόσφατο γεωλογικό παρελθόν, δημιουργήθηκαν από το «τίποτα», γιγαντώθηκαν, τμήματα τους κατέρρευσαν, άλλα ξαναδημιουργήθηκαν και ούτω καθεξής, αναπλάθοντας την αέναη γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας. Τα περισσότερα έκαναν τον κύκλο τους και παραμένουν σήμερα ως εντυπωσιακές ανενεργές δομές, «γεώτοποι», δηλαδή μνημεία της Φύσης, ειδικής ομορφιάς και παγκόσμιας αξίας, «ανοιχτά βιβλία» για τους ειδικούς και μαγευτικές δομές για τους λάτρεις της Φύσης. Άλλα όμως ηφαιστειακά κέντρα είναι ενεργά, απλά βρίσκονται σε παρατεταμένο λήθαργο, όπως εκείνο της Νέας Καμένης, το υποθαλάσσιο ηφαιστειακό κέντρο μεταξύ Καμένης και μικρού Προφήτη Ηλία και το εξωκαλδερικό Κουλούμπο. Τα ηφαίστεια και την ομορφιά τους την περιγράφουν τουριστικοί οδηγοί, βιβλία και ιστοσελίδες. Τα εξύμνησαν ποιητές και τα αποτύπωσαν ζωγράφοι και φωτογράφοι, τα περιβάλει όμως και μια επιστημονική έρευνα. Ας δούμε το είδος αυτής της έρευνας σε σχέση με το παγκόσμιο πλαίσιο.
Το «ζωντανό ηφαίστειο» της Σαντορίνης, με τη μεγαλύτερη θαλάσσια καλδέρα του κόσμου, συνδεδεμένο με το μύθο της Ατλαντίδος, τράβηξε πολύ νωρίς το ενδιαφέρον περιηγητών και επιστημόνων. Υπάρχουν στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία πολλές και ενδιαφέρουσες μελέτες από το 18ο αιώνα ακόμα. Μεταπολεμικά επίσης αρκετοί ερευνητές εκπόνησαν επιμέρους μελέτες πιο εξειδικευμένες, που οδήγησαν τους γεωεπιστήμονες σε καλύτερη κατανόηση της δομής και λειτουργία των ηφαιστείων της Σαντορίνης. Δεν υπήρξε όμως ποτέ ένας συστηματικός σχεδιασμός που να καλύπτει όλες τις πτυχές μιας σύγχρονης επιστημονικής έρευνας με στόχο την εφαρμογή της στην πράξη, όπως συμβαίνει στη γειτονική Ιταλία (Ηφαιστειολογικό κέντρο Βεζουβίου. Κρατικό Ινστιτούτο Παρακολούθησης Σεισμών και Ηφαιστείων Ρώμης) ή το Ηφαιστειακό Κέντρο Χαβάης (ΗΠΑ), το Γαλλικό της Ρενιόν και πολλά άλλα. Μια πρώτη οργανωμένη και συλλογική προσπάθεια ξεκίνησε στις αρχές της 10ετίας του 1990 με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για δύο μόνο χρόνια, με το συντονισμό του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Γεωλογίας -επικεφαλής καθηγητής Μ. Φυτίκας) και με τη συνεργασία σχεδόν όλων των εμπλεκομένων ελληνικών πανεπιστημιακών εργαστηρίων και ινστιτούτων καθώς και πολλών αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Γιατί όμως μόνο δύο χρόνια χρηματοδότηση; Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλησε να ενισχύσει μια πρώτη ομάδα συνεργασίας με σκοπό να δημιουργήσει ένα πυρήνα συνεργασίας και να δώσει την ώθηση να συνεχιστεί η σύμπραξη μέσω ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων και κυρίως να προκαλέσει την αφύπνιση της τοπικής και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της προσπάθειας αυτής με τελικό σκοπό τη δημιουργία ενός σύγχρονου κέντρου παρακολούθησης των ηφαιστείων της Σαντορίνης. Αντίθετα επήλθε η συρρίκνωση, που περιορίστηκε σε ένα αστικό σωματείο με τον τίτλο Ινστιτούτο Μελέτης και Παρακολούθησης του Ηφαιστείου της Σαντορίνης (ΙΜΠΗΣ), που σε άλλη περίπτωση αυτό τον τίτλο θα έπρεπε να έχει ένας κρατικός επιστημονικός φορέας. Αξιέπαινη κίνηση όπου με το γνωστό πατριωτισμό λίγων επιστημόνων και κατοίκων του νησιού επιχειρήθηκε η λειτουργία ενός σύγχρονου δικτύου παρακολούθησης (σεισμών, ηφαιστειακών αερίων, στάθμης της θάλασσας και μικρομετακινήσεων της ξηράς), ανεπαρκές όμως, με πολλά προβλήματα και πενιχρά οικονομικά μέσα (π.χ. ετήσια και δύσκολα εκταμιεύσιμη οικονομική ενίσχυση του Δήμου, μοναδική ίσως με μικρές εξαιρέσεις όπως οι συνδρομές των μελών του).
Παράλληλα συνεχίζονται οι αποσπασματικές μετρήσεις και έρευνες από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, ΙΓΜΕ, ΕΛΚΕΘΕ, ομάδες από Ελληνικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Αμερικανικά Πανεπιστήμια κ.α. με τα δικά τους μέσα ή μικρά ερευνητικά προγράμματα. Ιδιαίτερα το ΙΜΠΗΣ ,παρά την υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας (Κέντρο Νομικού, Δήμος, μεμονωμένα άτομα) και τη συμπάθεια της προς αυτή την προσπάθεια, έφτασε στα όρια του. Παρά τις αέναες προσπάθειες των ανθρώπων του δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ορισμένα όρια λειτουργίας και να πείσει την κοινωνία γενικά και τους πολιτικούς φορείς-διαχειριστές της και κυρίως τους φορείς χρηματοδότησης της χώρας. Αν και πέτυχε άθλους με μηδαμινό κόστος, δεν μπορεί να συνεχίσει με τη μορφή αυτή. Αποτελεί και αυτό τελικά κομμάτι της ευρύτερης ελληνικής ερευνητικής προσπάθειας, πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων, όπου η επιστημονική παραγωγή είναι υψηλή, πάνω από το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο μέσο όρο αλλά με πολύ μικρή χρηματοδότηση, δηλαδή πολύ φτηνή και ταυτόχρονα λοιδορούμενη από ΜΜΕ, πανεπιστημιακούς κύκλους και απλούς πολίτες, πολιτικούς ακόμη και από πρωθυπουργό. Οι μη γνωρίζοντες το επίπεδο γνώσης, των σπουδών και της έρευνας των ελληνικών ΑΕΙ, και πληροφορούνται μόνο από διάφορα ΜΜΕ, πρωτίστως τηλεοπτικά, που κατασκευάζουν μια εικόνα, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δυστυχώς η ελληνική κοινωνία με τον μεταπρατικό της χαρακτήρα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε επιλογές επιστημονικής έρευνας ανάλογες των αναπτυγμένων, αλλά ακόμη και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών. Το αποδεικνύει 60 χρόνια τώρα σε όλους τους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας. Άλλες είναι οι προτεραιότητες της, απλά ακολουθεί από απόσταση το γίγνεσθαι στον υπόλοιπο κόσμο, ανεπτυγμένο και αναπτυσσόμενο.
Η ίδια ερευνητική ομάδα, που αθόρυβα και συστηματικά δουλεύει χρόνια τώρα στα ηφαίστεια της Σαντορίνης, έχοντας διεθνή εμπειρία και βλέποντας τα επιστημονικά της αποτελέσματα, την πρόσφατη έξαρση σεισμικότητας στο ηφαίστειο Κουλούμπο, στη «γραμμή νέας Καμένης» κ.α. με την εξαιρετική, συνεχή λειτουργία ενός δικτύου σεισμογράφων του Τομέα Γεωφυσικής του Α.Π.Θ., προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία του προγράμματος «ΘΑΛΗΣ» (2010-11 Υπουργείου Παιδείας ΔΜΘ), του τόσο ταλαιπωρημένου, και προσπάθησε να οργανώσει σχεδόν 50 επιστήμονες από 5 ελληνικά επιστημονικά κέντρα (Γεωλογίας, Γεωδαισίας, Γεωφυσικής, Γεωχημείας, Μετεωρολογίας), 15 τουλάχιστον έμπειρους ερευνητές και νέους επιστήμονες από ΗΠΑ( με επικεφαλείς τον διεθνούς φήμης ηφαιστειολόγο F. McCoy ), Ιταλία, Γαλλία, Τουρκία, Βρετανία καταθέτοντας την ερευνητική της πρόταση:
«Μελέτη των ενεργών ηφαίστειων του Νοτίου Αιγαίου σε σχέση με την ενεργό τεκτονική και εκτίμηση του ηφαιστειακού κινδύνου».
Οργάνωσε ομάδες και τομείς Γεωχημείας, Ηφαιστειολογίας και Νεοτεκτονικής, Ενόργανης Παρακολούθησης Ηφαιστειακών Υπεδαφικών Αερίων με έμφαση σε νέα πεδία, όπως η ανίχνευση του ραδονίου, τόσο επιφανειακά, όσο και υποθαλάσσια (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων-Τμήμα Φυσικής, Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών), νέων μεθόδων Γεωφυσικής έρευνας ειδικά σχεδιασμένης για ηφαιστειολογικές έρευνες, από το ΑΠΘ με την εμπειρία Γάλλων ειδικών, Γεωδαισίας (Πανεπιστήμιο Πάτρας σε συνεργασία με Βρετανούς και Αμερικανούς ειδικούς) , Σεισμοτεκτονικής και Τσουνάμι ( Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών -Γεωδυναμικό Ινστιτούτο). Tέλος, για πρώτη φορά συγκροτήθηκε Ομάδα Μετεωρολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Τμήμα Γεωλογίας) για την εφαρμογή πρωτοπόρων προγραμμάτων έρευνας εκλυόμενων ηφαιστειακών αερίων και τον προσδιορισμό σεναρίων κίνησης και επηρεασμού εναέριας κυκλοφορίας, επικινδυνότητας περιοχών κ.α.
Η ηφαιστειολογική έρευνα, που προτάθηκε, αποσκοπούσε στην διεπιστημονική προσέγγιση του ηφαιστειακού κινδύνου του Τόξου του Νοτίου Αιγαίου ως συνόλου και ιδιαίτερα της Σαντορίνης (άμεσης προτεραιότητας !), ως συνέχεια της ήδη εκπονούμενης ερευνητικής προσπάθειας, με έμφαση σε μεθόδους που δεν εφαρμόσθηκαν ακόμη στα ηφαίστεια του ελληνικού χώρου, ενώ δοκιμάζονται διεθνώς .
Οι επιδιωκόμενοι στόχοι του ήταν :
1. Η υποστήριξη των εθνικών ερευνητικών ομάδων, με διαρκή συνεργασία, ώστε να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο και να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές σε τομείς στρατηγικής σημασίας τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές.
2. Η περαιτέρω κατανόηση και αντιμετώπιση του ηφαιστειακού κινδύνου της χώρας και ιδιαίτερα της Σαντορίνης και Νισύρου, ώστε η έρευνα να εναρμονιστεί με τις αντίστοιχες των πλέον προχωρημένων χωρών στον τομέα.
3. Η άμεση εφαρμογή των συμπερασμάτων για την εκτίμηση του ηφαιστειακού κινδύνου (πρόγνωση πιθανής έκρηξης, είδος έκρηξης και βαθμός επικινδυνότητας, δημιουργία ή βελτίωση σχεδίων έκτακτης ανάγκης, μοντέλα κίνησης ηφαιστειακών νεφών σε σχέση με τις αεροπορικές πτήσεις κ.α.).
Ήταν δηλαδή μια επιστημονική έρευνα που συνδύαζε την Βασική με την Εφαρμοσμένη έρευνα.
Τα περισσότερα από τα μέλη των ερευνητικών ομάδων του προτεινόμενου προγράμματος βρίσκονται ήδη και επί πολλά έτη σε διαρκή επιστημονική συνεργασία, η οποία επρόκειτο να γίνει ακόμη στενότερη για τους σκοπούς του παρόντος έργου. Απόδειξη αυτού είναι η επιτυχημένη λειτουργία επί 15 συναπτά έτη του Ηφαιστειολογικού Παρατηρητηρίου στη Σαντορίνη και πιο πρόσφατα του Παρατηρητηρίου και Μουσείου στη Νίσυρο, για τα οποία επιστήμονες από το Α.Π.Θ. και συνεργάτες της συγκεκριμένης πρότασης συνεχίζουν απρόσκοπτα να παρέχουν το έργο τους και μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων της αρχικής χρηματοδότησης, πάντα στο πλαίσιο της αγάπης για το επιστημονικό αντικείμενο τους.
Η πρόταση αυτή, πρωτοποριακή, ιδιαίτερα επίκαιρη λόγω της διαμορφούμενης νέας κατάστασης στα ηφαίστεια της Σαντορίνης, που από βαθύ λήθαργο δείχνουν μερικές φορές ότι περνούν στο στάδιο του ελαφρύ ύπνου, μεταξύ παρά πολλών άλλων προτάσεων, οι περισσότερες υψηλότατου επιπέδου, δεν έτυχε της έγκρισης. Ίσως είχε αδυναμίες σε λεπτομέρειες, όχι στην ουσία και ως προτεραιότητα (!). Ίσως έφταιγε η αχαρακτήριστη προχειρότητα της διαδικασίας επιλογής από το Υπουργείο Παιδείας ΔΒΜΘ και οι παλινωδίες, που άφησαν πολλές πικρίες, αμφιβολίες και καταγγελίες για έγκριση ορισμένων μέτριων προτάσεων έναντι άλλων υψηλότερου επιπέδου. Ίσως συνδέθηκε τότε με την αναταραχή στα πανεπιστήμια λόγω της ψήφισης του νέου νόμου πλαίσιου, ίσως όχι. Αυτά τα υπαρκτά προβλήματα συνοδεύουν κάθε τέτοια κρίση και δημιουργούν την δικαιολογημένη καχυποψία για το ελληνικό σύστημα λειτουργίας.
Αυτό όμως που προέχει τώρα είναι να ξαναδούμε το πρόβλημα και μια τέτοια πρόταση να γίνει η αφορμή και βάση συζήτησης ώστε όλοι οι αρμόδιοι επιστημονικοί και διοικητικοί φορείς, παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και αντιθέσεις τους, καθώς και η τοπική κοινωνία, αν δεν διακατέχεται μόνο από την αύξηση του κέρδους, γιατί η φύση έχει τον τρόπο να το φρενάρει πολύ εντυπωσιακά μάλιστα, να οργανώσουν μια πραγματική επιστημονική έρευνα αντάξια μιας προηγμένης χώρας, τώρα και για το άμεσο μέλλον που την έχουν ανάγκη το όμορφο νησί και η χώρα. Πρέπει να υπερβούμε τις νοοτροπίες μας όχι μόνο με λόγια, αλλά και έργα, ώστε το επιστημονικό και πολιτικό μας σύστημα, που πάσχει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και της πολιτικής σκοπιμότητας-εξυπηρέτησης να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να οδηγηθούμε σε νέες αξιοκρατικές συνθήκες και προτεραιότητες. Ακόμη και σε συνθήκες οικονομικής κρίσεις μπορούν και πρέπει να γίνουν άλματα και στην επιστημονική προσέγγιση της σύγχρονης επιστημονική έρευνας, μιας σωστά δομημένης παρακολούθησης των ηφαιστείων μας, τα οποία είναι στοιχεία της ιστορίας του τόπου μας, που χρήζουν τη φροντίδα μας, αλλά και για την προστασία μας.
Σπύρος Παυλίδης
Καθηγητής Γεωλογίας Α.Π.Θ.
Κοσμήτορας Σχολής Θετικών Επιστημών