Από τον Δρ. Βασίλη Νομικό*
Η δοκιμασία κοπώσεως είναι μια από τις πιο παλιές και συνήθεις στην καθημερινή πράξη εξετάσεις, που μπορεί να μας υποβάλλει ο καρδιολόγος μας. Με την εξέταση αυτή προσπαθούμε να δούμε αν κάποια από τις αρτηρίες που τρέφουν την καρδιά μας, που λέγονται στεφανιαίες, έχει κάποιου βαθμού στένωση. Πιέζουμε την καρδιά να λειτουργήσει έντονα, συνήθως με το να περπατάμε σε έναν κυλιόμενο διάδρομο, και ο γιατρός παρακολουθεί σε μια οθόνη τις πιθανές μεταβολές στο ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Η διαδικασία του περπατήματος ακολουθεί ένα διεθνές πρωτόκολλο όσον αφορά την ταχύτητα του διαδρόμου και μια ανηφορική κλίση που αυτός παίρνει. Ξεκινά με ήπιας ταχύτητας βάδισμα με 2,7 χιλ/ώρα και με κλίση 10%. Κάθε 3 λεπτά, αυξάνεται η ταχύτητα και η κλίση κατά 1,35 χιλ/ώρα και 2% αντίστοιχα. Η δοκιμασία κοπώσεως δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και δεν χρειάζεται να «αντέξουμε» κάποια συγκεκριμένα λεπτά. Συνεχίζουμε το βάδισμα έως ότου η καρδιά μας χτυπάει με τόσους σφυγμούς το λεπτό, όσους προβλέπει η ηλικία μας. Ο αριθμός αυτός είναι τουλάχιστον το 90% του 220 μείον την ηλικία, πχ για 50 ετών 220-50=170 Χ 90% =153 σφίξεις το λεπτό. Συνεπώς ο εξεταζόμενος περπατά έως ότου φθάσει τους προβλεπόμενους αυτούς παλμούς, είτε σε 6-7 λεπτά είτε σε 12-13, γεγονός που οφείλεται στην ηλικία, την αντοχή, το σωματικό βάρος ή την λειτουργία της καρδιάς.
Ο συνήθης μέσος όρος χρόνου είναι 9-10 λεπτά και όπως είπαμε πριν, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, εκτός από την φυσική κατάσταση κάποιου, που όμως δεν είναι το ζητούμενο στην εξέταση αυτή. Συνεπώς η έννοια του τεστ κοπώσεως αφορά κόπωση της καρδιάς μας και όχι του σώματος.
Η δοκιμασία είναι καλή αν στους παλμούς αυτούς δεν έχουμε ισχαιμικές αλλοιώσεις στο καρδιογράφημα ή δεν έχουν αναφερθεί ενοχλήματα από τον εξεταζόμενο, που να πείθουν τον γιατρό ότι είναι πόνος που προέρχεται από την καρδιά. Εννοείται ότι όταν ο εξεταζόμενος το ζητήσει, η δοκιμασία σταματάει. Μετά το τέλος της δοκιμασίας ο γιατρός παρακολουθεί το καρδιογράφημα για λίγα λεπτά ακόμα. Κάποιες φορές τότε είναι που έχουμε ευρήματα ισχαιμίας.
Ποιοι κάνουν συνήθως δοκιμασία κοπώσεως;
Οι άνδρες είναι αυτοί που συνήθως εμφανίζουν στεφανιαία νόσο, απόφραξη δηλαδή στις αρτηρίες της καρδιάς. Άρα άνδρες συνήθως άνω των 40, με παράγοντες κινδύνου, όπως κάπνισμα, χοληστερίνη, σάκχαρο ή υπέρταση, είναι οι συνήθως υποβαλλόμενοι στην δοκιμασία. Οι γυναίκες συνήθως ελέγχονται μετά την εμμηνόπαυση. Πάντα ο γιατρός είναι αυτός που κρίνει την αναγκαιότητα για δοκιμασία κοπώσεως.
Υπάρχει άλλου τύπου δοκιμασία;
Για ειδικές περιπτώσεις και όχι χωρίς λόγο, μπορεί να γίνει δοκιμασία κοπώσεως με την χρήση ραδιοϊσοτόπων, συνήθως του Θαλλίου. Με περπάτημα ή χορήγηση φαρμάκου (πχ διπυριδαμόλη ή δοβουταμίνη), κουράζουμε την καρδιά. Κατόπιν χορηγούμε το Θάλλιο και με μια γ-camera λαμβάνουμε εικόνες της καρδιάς, που τις συγκρίνουμε με νέες εικόνες που λαμβάνονται σε πλήρη ηρεμία, 3 ώρες μετά. Από την μεταβολή στην καθήλωση του Θαλλίου στο μυοκάρδιο, παίρνουμε τις πληροφορίες που θέλουμε. Να σημειωθεί πως η μέθοδος αυτή είναι πιο ακριβής από την απλή κόπωση, όμως έχει αρκετή δόση ακτινοβολίας και δεν είναι εξέταση ρουτίνας. Ακόμη πρέπει να ξέρουμε, ότι μπορεί να βρίσκει λίγο περισσότερους από αυτούς που έχουν πρόβλημα στις στεφανιαίες αρτηρίες, αλλά μας βγάζει και ψευδώς παθολογικά ευρήματα, δηλαδή μας δίνει ως ασθενείς, ανθρώπους που δεν έχουν απολύτως τίποτα!
Είναι επικίνδυνη εξέταση;
Η απάντηση είναι όχι. Βέβαια αυτό προϋποθέτει πως ο γιατρός που την κάνει είναι καλά εκπαιδευμένος, να εντοπίζει από το ιστορικό του εξεταζόμενου, ποιοι δεν πρέπει να υποβάλλονται σε αυτήν την δοκιμασία. Είναι σύνηθες το φαινόμενο, να πάει κάποιος με πόνο στο στήθος και να υποβάλλεται εκείνη την ημέρα ή τις επόμενες 2-3, σε τεστ κοπώσεως, πράγμα που απαγορεύεται, ειδικά αν αυτός ο πόνος έχει εμφανιστεί εν ηρεμία. Μόνος υπεύθυνος για την ορθή επιλογή είναι ο εκπαιδευμένος καρδιολόγος.
Να θυμάστε…
Η δοκιμασία κοπώσεως έχει αξία όταν βγει παθολογική. Η φυσιολογική έκβαση δεν σημαίνει πάντα, ότι δεν υπάρχουν στενώσεις, ακόμα και πολύ σοβαρές.
Στενώσεις στις αρτηρίες της καρδιάς μας, κάτω από το 50-60% της διαμέτρου των, συνήθως δεν δίνουν παθολογικό εύρημα, είναι όμως υπεύθυνες για περίπου το 1/3 των εμφραγμάτων! Στενώσεις άνω του 60%, άρα σημαντικές (μην ξεχνάτε πως μιλάμε για αρτηρίες διαμέτρου από 3χιλ και κάτω), έχουν πιθανότητα να εντοπιστούν με την κόπωση, περίπου στο 75-80% των περιπτώσεων και με το Θάλλιο στο 90% περίπου. Συνεπώς υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων με σημαντικές στενώσεις που θα βγάλουν μια απολύτως φυσιολογική δοκιμασία. Άρα αξία έχει η παθολογική κόπωση, ενώ η φυσιολογική δεν σημαίνει υποχρεωτικά την μη ύπαρξη νόσου.
Σε κάθε περίπτωση, συζητήστε με τον γιατρό σας το αποτέλεσμα.
* Ο κ. Βασίλης Νομικός είναι καρδιολόγος στον Καρτεράδο Σαντορίνης