Με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης το 1866 δημοσιεύουμε σήμερα το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του ηφαιστειολόγου Γιώργη Ε. Βουγιουκαλάκη “Στα γαλάζια ηφαίστεια- Σαντορίνη”
Η έκρηξη του 1866-1870
Η επόμενη φάση ηρεμίας διαρκεί 155 χρόνια και διακόπτεται στις 14 Ιανουαρίου του 1866 από σεισμικές δονήσεις που διαρκούν δύο εβδομάδες. Στις ανατολικές ακτές της νησίδας Νέα Καμένη παρατηρείται αύξηση της θερμοκρασία των νερών και έντονος χρωματισμός της θάλασσας από διαλύματα, τα οποία προέρχονται από το μάγμα που έχει αρχίσει την άνοδό του. Τα οικήματα που έχουν κτισθεί στην ακτή του ορμίσκου Βουλκάνος αρχίζουν να βυθίζονται σιγά-σιγά στη θάλασσα.
Στις 4 Φεβρουαρίου κάνουν την εμφάνισή τους, στο κέντρο του ορμίσκου, οι πρώτες λάβες και δύο μέρες αργότερα αρχίζουν και οι πρώτες εκρήξεις. Προοδευτικά αυτές αυξάνουν σε αριθμό και δυναμώνουν σε ένταση, εκτινάσσοντας ηφαιστειακές βολίδες σε απόσταση μεγαλύτερη των 700 μέτρων. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτές οι βολίδες προξενούν ζημιές στις βάρκες που περιπλέουν τις νησίδες. Τα ηφαιστειακά αέρια και η στάχτη που εκτινάσσεται δημιουργούν προβλήματα στους κατοίκους της Σαντορίνης και της Ανάφης.
Η ηφαιστειακή δραστηριότητα συνεχίζεται ως τις 15 Οκτωβρίου του 1870. Εκτός από το κέντρο που εντοπίστηκε στον όρμο Βουλκάνος και ονομάστηκε Γεώργιος -προς τιμήν του τότε βασιλέα των Ελλήνων Γεωργίου του Α’- δύο άλλα κέντρα παράγουν ρεύματα και θόλους λάβας: η Αφρόεσσα, 400 μέτρα νοτιοδυτικά του Γεωργίου, και οι δύο Νησίδες του Μάη που αναδύθηκαν μεταξύ Παλαιάς και Νέας Καμένης το Μάιο του 1866. Σήμερα, οι δύο αυτές νησίδες βρίσκονται βυθισμένες σε βάθος ενός μέτρου κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Οι μεγάλες ποσότητες λάβας που παράγονται όλη αυτή την περίοδο (140 εκατομμύρια κυβικά μετρα) προστίθενται στη νησίδα της Νέας Καμένης και τριπλασιάζουν την επιφάνειά της, ενώ ένα μικρό θαλάσσιο κανάλι συνεχίζει να χωρίζει τη Νέα από τη Μικρή Καμένη. Η περιοχή αυτή νομάζεται Κόκκινα Νερά, καθώς τα νερά των θερμών πηγών που αφθονούν εδώ απποθέτουν κόκκινα υδροξείδια του σιδήρου στις παραπλήσιες ακτές με τον ίδιο τρόπο που τα κάνουν και σήμερα γύρω από τη Νέα και την Παλαιά Καμένη.