Την αντίθεσή του στο εξαγγελθέν προσαυξημένο τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής που θα επιβάλλεται από το 2024 στα καταλύματα της χώρας, αντικαθιστώντας τον φόρο διαμονής, εκφράζει με επιστολή του προς τους συναρμόδιους υπουργούς ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρει, η εξαγγελθεισα αύξηση του φόρου διαμονής με τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στα καταλύματα, σε ποσοστά μάλιστα της τάξεως 150%-200%, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, προκαλεί προβληματισμό, καθώς λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την ανταγωνιστικότητα του ευρύτερου ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Ο ΣΕΤΕ υποστηρίζει μάλιστα ότι η χρηματοδότηση του Ταμείου Φυσικών Καταστροφών δεν μπορεί να είναι ευθύνη μόνο ενός κλάδου της ελληνικής οικονομίας, ενώ υπενθυμίζει ότι ο φόρος διαμονής αποτελεί ένα εισπρακτικό μέτρο που έχει επιβιώσει από την εποχή των μνημονίων και για το οποίο έχει εκφράσει επανειλημμένα το αίτημα για κατάργησή του, ή/και την αναπροσαρμογή του με ανταποδοτικό τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση ο ΣΕΤΕ ζητά από την Πολιτεία να υπάρξει άμεση διαβούλευση με τους φορείς του κλάδου του τουρισμού, ώστε οι προκλήσεις να αντιμετωπίζονται από κοινού, με τον πιο επωφελή τρόπο για το σύνολο της κοινωνίας και πάντα με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Αναλυτικά, η επιστολή του ΣΕΤΕ, την οποία υπογράφει ο Πρόεδρός του, Γιάννης Παράσχης, έχει ως εξής:
“Κύριοι Υπουργοί,
Ο ΣΕΤΕ, καθώς και τα μέλη του, διαχρονικά στέκεται στο πλευρό της κοινωνίας, της επιχειρηματικότητας και της Πολιτείας, με αίσθημα ευθύνης και προσανατολισμό σε βιώσιμες και αμοιβαία αποδοτικές δράσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, αποτιμούμε θετικά τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης για το πλαίσιο της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Πρόκειται για ένα διαχρονικό ζητούμενο για τον τομέα, για το οποίο έχει κατατεθεί σειρά προτάσεων, προκειμένου η οικονομία της φιλοξενίας στη χώρα να λειτουργεί με ίσους όρους ανταγωνισμού και να διασφαλίζει σημαντικά έσοδα για το κράτος και τις σωστές προϋποθέσεις για ποιοτικές υπηρεσίες για τον επισκέπτη. Αναμένουμε την περαιτέρω εξειδίκευση των ρυθμίσεων για να τοποθετηθούμε εποικοδομητικά.
Ταυτόχρονα όμως, η εξαγγελθείσα αύξηση στο φόρο διαμονής με τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στα καταλύματα, σε ποσοστά μάλιστα της τάξεως 150 – 200%, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, προκαλεί προβληματισμό, καθώς λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την ανταγωνιστικότητα του ευρύτερου ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε την ανάγκη για την αποκατάσταση των ζημιών από τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα. Η χρηματοδότηση του Ταμείου Φυσικών Καταστροφών δεν μπορεί όμως να είναι ευθύνη μόνο ενός κλάδου της ελληνικής οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος διαμονής αποτελεί ένα εισπρακτικό μέτρο που επιβίωσε της εποχής των μνημονίων και για το οποίο ο ΣΕΤΕ έχει εκφράσει επανειλημμένα το αίτημα για κατάργησή του, ή/και την αναπροσαρμογή του με τρόπο ανταποδοτικό.
Ο ΣΕΤΕ, με την Εθνική Στρατηγική για τον Τουρισμό 2030 Ι Σχέδια Δράσης, έχει επισημάνει την ανάγκη για χωρική και χρονική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και ισόρροπη ανάπτυξη προορισμών, και έχει προτείνει ευρύ πλέγμα δράσεων προς την κατεύθυνση αυτή. Η προσαύξηση στον φόρο διαμονής με την επιβάρυνση του εν λόγω τέλους, δεν λαμβάνει υπ’ όψη τα πραγματικά επίπεδα τιμών των καταλυμάτων, αλλά και τις εποχικές και γεωγραφικές διακυμάνσεις, υπονομεύοντας τους στόχους αυτής της Εθνικής Στρατηγικής.
Σήμερα, έχουμε την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις με μακροπρόθεσμη στρατηγική και στοχευμένα μέτρα τα οποία πρέπει να προκύπτουν από διαβούλευση και τα οφέλη των οποίων πρέπει να διοχετεύονται στις τοπικές κοινωνίες και τα απαραίτητα έργα υποδομών και θωράκισης έναντι φυσικών καταστροφών.
Στο πλαίσιο αυτό, ζητούμε από την Πολιτεία να υπάρξει άμεση διαβούλευση με τους φορείς του κλάδου του τουρισμού, ώστε από κοινού να αντιμετωπίζονται οι προκλήσεις, με τον πιο επωφελή τρόπο για το σύνολο της κοινωνίας και πάντα με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη.”